Οι διαδικτυακές απειλές βιασμού συνδέουν Λιβανέζα ακτιβίστρια με «χιλιάδες άλλες γυναίκες» που αντιμετωπίζουν κακοποίηση

 

Ένας θεατής ενός βίντεο, που παρουσίασε η δημοσιογράφος Maya El Ammar, άφησε ένα σχόλιο που έλεγε: «Το σώμα της παρουσιάστριας είναι σαν ζαχαροπλαστείο και αξίζει βιασμό».

Γυναίκες δημοσιογράφοι, φεμινίστριες, ακτιβίστριες και υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν εικονική παρενόχληση. Σε αυτή τη σειρά άρθρων, η παγκόσμια συμμαχία της κοινωνίας των πολιτών CIVICUS αναδεικνύει την έμφυλη φύση της εικονικής παρενόχλησης μέσα από τις ιστορίες γυναικών, που εργάζονται για την υπεράσπιση των δημοκρατικών μας ελευθεριών. Αυτές οι μαρτυρίες δημοσιεύονται εδώ μέσω μιας συνεργασίας μεταξύ του CIVICUS και του Global Voices.

Tον Οκτώβριο του 2019, αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, γνωστές ως «Οκτωβριανή Επανάσταση», ξέσπασαν σε ολόκληρο τον Λίβανο. Οι διαδηλωτές και διαδηλώτριες απαίτησαν την απομάκρυνση της κυβέρνησης και εξέφρασαν ανησυχίες για τη διαφθορά, τις ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες και την έλλειψη εμπιστοσύνης στην άρχουσα τάξη. Οι διαμαρτυρίες αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή βία από τις δυνάμεις ασφαλείας. Η χώρα αντιμετώπιζε μια συνεχιζόμενη πολιτική κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού τον Αύγουστο του 2020. Οι φεμινίστριες πρωτοστάτησαν στην επανάσταση και ανέλαβαν να παράσχουν βοήθεια μετά την έκρηξη. Από την έναρξη της επανάστασης, η κυβέρνηση ενέτεινε την καταστολή της ελευθερίας του λόγου και επιθέσεις δέχτηκαν και οι δημοσιογράφοι.

Η Maya El Ammar είναι φεμινίστρια συγγραφέας, ακτιβίστρια και επαγγελματίας επικοινωνίας, που συμβάλλει σε διάφορα ΜΜΕ ως δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια, δημιουργεί τα δικά της βίντεο γνώμης, που καλύπτουν μια σειρά από φεμινιστικά ζητήματα και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και δημοσιεύει άρθρα με επίκεντρο το φύλο, σε συνεργασία με ανεξάρτητες ενημερωτικές πλατφόρμες, παράλληλα με την εργασία της ως υπεύθυνη στρατηγικής για τα MME σε έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό. Έχει πτυχίο στη δημοσιογραφία και μεταπτυχιακό στις σπουδές επικοινωνίας.

Αυτή είναι η μαρτυρία της Maya El Ammar:

Ύψωσε τη φωνή σου, γυναίκα! Αλλά σε ποιον;

«Το σώμα της παρουσιάστριας είναι σαν ζαχαροπλαστείο και αξίζει βιασμό», ήταν η αντίδραση ενός άντρα σε ένα βίντεο που δημιούργησε το 2018, όχι για κάποιo γλυκό, αλλά για την προκατάληψη των λιβανέζικων ΜΜΕ στην κάλυψη υποθέσεων γυναικοκτονιών.

«Αν φοράς αυτό για να πας στη δουλειά … αναρωτιέμαι πώς θα είναι το νυχτικό σου;»

«Γιατί δεν τρως μια “μπανάνα”» και

«Γιατί πρέπει να ακούσω μια ανήθικη γυναίκα, όπως εσύ;» αναρωτήθηκαν άλλοι.

Αυτές ήταν οι αντιδράσεις για το βίντεό μου την ίδια χρονιά αναφορικά με το σύστημα kafala (κηδεμονία), τις συνθήκες εργασίας, που μοιάζουν με δουλεία και επιβάλλονται σε οικιακούς/ές βοηθούς, και τις ομοιότητές τους με τους νόμους περί γάμου στην περιοχή μας.

Έναν χρόνο αργότερα, τα πράγματα κλιμακώθηκαν σε: «Απάντησε στα email και στις κλήσεις μου, αλλιώς θα πρέπει να έρθω στο γραφείο σου, Maya». Αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που συμβουλεύτηκα δικηγόρο, γιατί αυτή η πολύ ευγενική απειλή ήταν το αποκορύφωμα ενός αρρωστημένου συνδυασμού διαδικτυακής και εκτός διαδικτύου παρακολούθησης, ψευδαισθήσεων, ψεμάτων και αυτού που αποκαλώ «αγκάθι εκδίκησης» ενός άντρα, αφού ασχολήθηκα με μια είδηση — τη δική μου — χωρίς αυτόν.

Στην περίπτωσή μου, ήταν ένας άντρας εικονολήπτης και εργαζόμενος στην κοινωνία των πολιτών, που βρέθηκε στον δρόμο μου. Έφτασε μέχρι το σημείο να αρχίσει να παρενοχλεί το πρόσωπο που βρισκόταν στο επίκεντρο της είδησης για να με τιμωρήσει. Αλλά, ευτυχώς, το ξεπέρασα και αυτό. Είπα μάλιστα στον εαυτό μου κάτι που δεν θα έλεγα ποτέ στην παρέα μου ή δεν θα έλεγα δυνατά: ότι αυτό, και πάλι, ήταν αρκετά ασήμαντο σε σύγκριση με πιο σοβαρές παρενοχλήσεις, που αντιμετωπίζουν συνάδελφοί μου και γενικά οι γυναίκες. Η σκέψη ότι «Δεν είναι καθημερινές απειλές ή βιασμός ακόμη» με βοήθησε να μην το βάλω κάτω, γιατί υπήρχαν τόσα πολλά που ήθελα να κάνω που δεν ήθελα να με σταματήσουν, πόσο μάλλον να το μοιραστώ δημόσια.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι χιλιάδες άλλες γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν παρόμοιες παρενοχλήσεις, την ώρα που γράφω αυτό το κείμενο και την ώρα που εσείς το διαβάζετε.

Πολλές από αυτές αντιμετωπίζουν πιθανώς το μαρτύριό τους με έναν περίεργο βαθμό αποδοχής. Και το λέω αυτό επειδή, ως γυναίκες, υποθέτω ότι πάντα βλέπαμε αυτά τα μισογυνικά και ad-hominem σχόλια να αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια μας, να έρχονται να προσγειωθούν στους ψηφιακούς χώρους, που αποφασίσαμε να διεκδικήσουμε, όπως ακριβώς αποφασίσαμε κάποτε να διεκδικήσουμε τους δημόσιους χώρους. Η ιστορία πράγματι επαναλαμβάνεται μερικές φορές.

Χάρη στις εμπειρίες μας με την έμφυλη βία στον κόσμο εκτός διαδικτύου, έχουμε εκλογικεύσει την πραγματικότητα ότι ο εικονικός μας κόσμος θα αντικατοπτρίζει φυσικά την ύπαρξή μας εκτός οθόνης. Χάρη στις γυναίκες, των οποίων οι εμπνευσμένες πορείες χρειάστηκε συχνά να μετατραπούν σε άμεσες προειδοποιήσεις για τις διαδόχους τους, έχουμε ίσως ακούσια συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο του να ζούμε τη ζωή μας θυματοποιημένες. Αποδεικνύεται ότι ως κορίτσια έπρεπε όλες να γεννηθούμε προετοιμασμένες, αν και άοπλες. Και το χειρότερο είναι να συνειδητοποιούμε δεκαετίες αργότερα ότι ως γυναίκες εξακολουθούμε να είμαστε άοπλες, ανεπαρκώς εξοπλισμένες και παραμελημένες. Οπότε θα μπορούσαμε κάλλιστα να νοιαζόμαστε λιγότερο για τον εαυτό μας και την ευημερία μας, έτσι δεν είναι;

Ως γυναίκες δημοσιογράφοι και ακτιβίστριες από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η δύναμή μας είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας, αλλά και ένα παράσιτο, κάτι που θα αντιμετωπιστεί αργότερα, όταν θα έχουν αντιμετωπιστεί τα πιο σημαντικά ζητήματα. Και ως ανεξάρτητες γυναίκες δημοσιογράφοι και ακτιβίστριες, είμαστε ακόμα πιο απροστάτευτες και στερούμαστε την έγκριση οποιουδήποτε ανώτερου κατεστημένου. 

«Έλπιζε για το καλύτερο αλλά περίμενε πάντα το χειρότερο», συνήθιζε να μου λέει η αδερφή μου.

Δεν νομίζω ότι συνειδητοποιεί πως κατέληξα να περιμένω το χειρότερο διαρκώς. Αντί να κυνηγάω την ελπίδα, επέλεξα να είμαι σε επιφυλακή για το χειρότερο. Εκείνη την εποχή, ίσως σκέφτηκα ότι αυτό θα με βοηθούσε να εξελιχθώ στη «δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα» των Destiny's Child. Αλλά, λίγα χρόνια αργότερα, ανακάλυψα ότι αυτό σήμαινε στην πραγματικότητα πως έπρεπε να συνυπάρξω με τους φόβους μου και να αποδεχτώ αυτή την ελεύθερη σχέση με τα απομεινάρια της ικανότητάς μου για «πάγωμα ή φυγή ή πάλη». Με ψηφιακούς όρους, η ικανότητα αυτή θα ήταν «αγνόηση ή μπλοκάρισμα ή αναφορά».

Αλλά αναφορά σε ποιον; Σε γιγαντιαίες εταιρείες τεχνολογίας που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την ασφάλειά μας, οπότε δίνουν προτεραιότητα στην αφαίρεση της γλώσσας, που ενοχλεί τα αυταρχικά και «απαρτχάιντ» καθεστώτα στην περιοχή, αντί να αντιμετωπίσουν αναφορές για σεξιστικό και επιβλαβές περιεχόμενο; Ή σε εταιρείες, που απορρίπτουν τις «διαφημίσεις ευαίσθητων κατηγοριών» και λογοκρίνουν το πολιτικό αραβικό περιεχόμενο πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ανταποκρίνονται στις απειλές βίας, εκφοβισμού και παρενόχλησης; 

Αναφορά σε ποιον; Σε κρατικές υπηρεσίες ηλεκτρονικού εγκλήματος, που μπορεί να αποδείχθηκαν αποτελεσματικά στον εντοπισμό και τη σύλληψη εκβιαστών και σεξουαλικών εκβιαστών, αλλά παρέμειναν πολύ πιο αποτελεσματικά στην παράνομη δίωξη χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στη σύλληψη δημοσιογράφων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών, επειδή εξέφρασαν κάποια ανεπιθύμητη γνώμη;

Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι τις γυναίκες συναδέλφους μου, που αναγκάζονται συνεχώς να αντιμετωπίζουν τη σκιά ενός τερατώδους αστυνομικού κράτους, που επιτείνεται από έναν καταιγισμό επιθέσεων εναντίον «αυτού που είναι», αλλά σπάνια εναντίον «αυτού που λένε».

Ως εκ θαύματος, οι ίδιες αυτές γυναίκες αρνούνται να υποχωρήσουν και γίνονται ακόμα πιο αποφασισμένες να δείξουν με το δάχτυλο τους διεφθαρμένους και τους παρενοχλητές και να ψάξουν για απαντήσεις αναφορικά με το ποια άτομα σκότωσαν συναδέλφους τους, ερευνητές και ερευνήτριες, διανοούμενους/ες, άνδρες και γυναίκες δημοσιογράφους και ποια άτομα ήταν πίσω από τους ακατάλληλα αποθηκευμένους 2.750 τόνους νιτρικής αμμωνίας, που κατέστρεψαν τη μισή Βηρυτό.

Αν ο πρόσφατα εγκεκριμένος νόμος κατά της παρενόχλησης ψηφίστηκε στον Λίβανο για κάποιον λόγο, αυτός θα πρέπει να είναι γι’ αυτές και για την αύξηση κατά 307% των επίσημων αναφορών για βία στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Αυτός ο νέος αν και αδύναμος νόμος θα έπρεπε να είναι για όλες τις γυναίκες, των οποίων η εργασία δεν είναι ποτέ αρκετή και συχνά αναμένεται να θυσιάσουν περισσότερα, αλλά είναι οι πρώτες που θυσιάζονται κατά τη διάρκεια κρίσεων.

Αυτός ο νέος νόμος, που περιλαμβάνει τη διαδικτυακή παρενόχληση και θα μπορούσε να οδηγήσει τους πιο θρασείς δράστες σε φυλάκιση έως και τεσσάρων ετών, θα πρέπει να είναι για όλες τις γενναίες γυναίκες, που αναλαμβάνουν ατομική και συλλογική δράση για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τις κοινότητές τους. Πρωτίστως, θα πρέπει να είναι για εκείνες ανάμεσά μας, που εξακολουθούν να διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια από φόβο αντιποίνων και έλλειψη εμπιστοσύνης και ελπίδας.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.