Ενισχυμένες αμυντικές δαπάνες στο Ιράν: Η παγκόσμια στρατιωτικοποίηση ως απάντηση στις διεθνείς εντάσεις

Ένα IFV Makran και ένα σύγχρονο T-72. Έκθεση του IRGC (Σώμα Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης), 27 Ιουνίου 2020. Φωτογραφία του Mohammad Mohsenifar για το Fars Media Corporation μέσω Wikimedia Commons. Άδεια χρήσης CC BY 4.0

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από το Κέντρο Ανοιχτών Δεδομένων Ιράν, ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός του Ιράν για στρατιωτικές δαπάνες το 2024 ανέρχεται σε 16,7 δισεκατομμύρια δολάρια: αύξηση 20% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και 25% του εθνικού προϋπολογισμού. Η αύξηση ρεκόρ στις στρατιωτικές δαπάνες έρχεται σε μια εποχή που το Ιράν παλεύει με τον πληθωρισμό και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Ωστόσο, το Ιράν δεν είναι η μόνη χώρα που επενδύει στην άμυνα παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Η ίδια τάση ακολουθείται σε όλο τον κόσμο, από τη Μέση Ανατολή έως την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες: οι στρατιωτικές δαπάνες σημείωσαν αύξηση ρεκόρ λόγω των παγκόσμιων συγκρούσεων και κρίσεων ασφαλείας.

Περιφερειακές και διεθνείς δυναμικές

Το Ισραήλ με τον πόλεμο στη Γάζα, στον οποίο ενεπλάκη και ο Λίβανος, καθώς και οι εντάσεις με άλλα κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, είναι οι κύριοι λόγοι πίσω από την αμυντική πολιτική της Τεχεράνης. Το Ισραήλ, το οποίο δολοφόνησε πρόσφατα τον ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγιε στην Τεχεράνη και ενέτεινε τις απειλές του κατά του Ιράν, είδε αύξηση 24% στον προϋπολογισμό των αμυντικών δαπανών του στα 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023. Η αύξηση των δαπανών οφείλεται στην καταστροφική και αδυσώπητη στρατιωτική εκστρατεία στη Γάζα. Περισσότεροι από 70.000 τόνοι εκρηκτικών έχουν πέσει στη Γάζα: διπλάσιοι από το συνολικό αριθμό εκρηκτικών που έριξαν οι βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Τον τελευταίο καιρό το Ισραήλ έχει ξεκινήσει μια καταστροφική στρατιωτική επιχείρηση στο Λίβανο: οι βόμβες έχουν σκοτώσει σχεδόν 2.000 πολίτες σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας του Λιβάνου.

Εν τω μεταξύ, η Σαουδική Αραβία παραμένει η πρώτη χώρα σε στρατιωτικές δαπάνες στη Μέση Ανατολή, χάρη στα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου που της επιτρέπουν να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Το Ιράν, από την άλλη, δεν είναι τόσο εύκολο να πραγματοποιήσει τόσο υψηλές δαπάνες: λόγω των οικονομικών κυρώσεων και του πληθωρισμού, οι αμυντικές επενδύσεις αποτελούν πολύ υψηλό κόστος για την οικονομική δύναμη της χώρας.

Η κούρσα εξοπλισμών αντανακλά τα γεωπολιτικά γεγονότα μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Η επιθετική πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ κατά του Ιράν απορρέει από τη μεγάλη ανησυχία της Δύσης για το φιλόδοξο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και την επιρροή της χώρας στις εν εξελίξει συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή.

Ενώ το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία επενδύουν στην άμυνα, το Ιράν με τη σειρά του κινητοποιείται από την απειλή των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διαθέτουν ένα πυκνό δίκτυο στρατιωτικών βάσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή, από το Κατάρ έως το Ιράκ, αποτελώντας μια συνεχή απειλή για τις φιλοδοξίες της Τεχεράνης. Σε αυτή την κούρσα εξοπλισμών, τα κράτη δικαιολογούν τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τις απειλές άλλων χωρών, γεγονός που καλλιεργεί τον φαύλο κύκλο της στρατιωτικοποίησης.

Ο κεντρικός ρόλος του IRGC

Ένα μεγάλο μέρος του αμυντικού προϋπολογισμού του Ιράν πηγαίνει στο Σώμα Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), ένα ισχυρό στρατιωτικό σώμα με μεγάλη οικονομική ισχύ. Η επιρροή του υπερβαίνει τις συνηθισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις: ελέγχει ένα ευρύ δίκτυο επιχειρήσεων και βιομηχανιών που κυμαίνονται από τις κατασκευές και τις τηλεπικοινωνίες έως και τον πετρελαϊκό τομέα. Η οικονομική ανεξαρτησία του IRGC του επιτρέπει να μην εξαρτάται από τον κρατικό προϋπολογισμό και αυτό εντείνει τον έλεγχο του στρατού επί των ιρανικών πόρων.

Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), το Ιράν, η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα με βάση τις στρατιωτικές δαπάνες στη Μέση Ανατολή το 2023, είδε αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για το IRGC από 27% σε 37% μεταξύ 2019 και 2023.

Εκτός από τις επίσημες δαπάνες, οι οικονομικές δραστηριότητες του IRGC αποφέρουν μη δηλωμένα κέρδη. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να αντιληφθούμε το ύψος των κονδυλίων της Τεχεράνης για τη στρατιωτικοποίηση.

Αυτό το οικονομικό σύστημα συνάδει με την ισχυρή στρατιωτική πολιτική που έχει υιοθετήσει το Ιράν παρά την εύθραυστη οικονομία του: ο πληθωρισμός έχει φθάσει το 35% και οι τιμές των βασικών αγαθών εκτοξεύονται στα ύψη.

Η παγκόσμια τάση στρατιωτικοποίησης

Οι υπέρογκες δαπάνες του Ιράν αποτελούν απλώς ένα μέρος της παγκόσμιας τάσης αύξησης της στρατιωτικοποίησης, η οποία πλήττει κυρίως τις περιοχές όπου κλιμακώνονται οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Στην Ευρώπη, οι δαπάνες για όπλα συνεχίζουν να αυξάνονται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Η Γερμανία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη αύξηση και έχει διαθέσει ειδικό κονδύλι ύψους 100 δισ. ευρώ το 2022 για τον εκσυγχρονισμό της άμυνας.

Σύμφωνα με την Greenpeace το 2023, «μέσα σε δέκα χρόνια, η Γερμανία αύξησε την πραγματική αμυντική δαπάνη κατά 42%». Η τάση που παρατηρείται στην Ευρώπη, όπου οι πόροι που διατίθενται για την άμυνα αυξάνονται παρά τις οικονομικές δυσκολίες, την εκτόξευση του πληθωρισμού και την ενεργειακή κρίση, μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την κατάσταση στο Ιράν. Σε αµφότερες τις περιπτώσεις, µεγάλα χρηµατικά ποσά διατίθενται για τη στρατιωτικοποίηση και όχι για τις δηµόσιες δαπάνες: σε έναν όλο και πιο ασταθή κόσµο, η προτεραιότητα των κυβερνήσεων είναι το κυνήγι των εξοπλισµών.

Στην Ανατολική Ασία, επίσης, αυξάνονται οι δαπάνες για εξοπλισμούς υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών εντάσεων. Η Κίνα, που είναι η δεύτερη σε στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο, έχει προϋπολογίσει 296 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για το 2023, μια αύξηση 6% σε σχέση με το 2022, σύμφωνα με το SIPRI. Η Ιαπωνία και η Ταϊβάν σημείωσαν επίσης αύξηση 11%, την ίδια στιγμή που οι εντάσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και τα Στενά της Ταϊβάν αυξάνονται, ιδίως δεδομένης της αυξανόμενης στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αξιώσεις της Κίνας.

Εντεινόμενη αστάθεια

Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στη Δυτική Ασία, την Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, μεταξύ άλλων, αντανακλά έναν κόσμο που οδεύει προς μεγαλύτερη αστάθεια, εν μέρει λόγω της αποτυχίας του ΟΗΕ και των θεσμών του να εξασφαλίσουν την ειρήνη, τα διπλωματικά μέσα και την πρόληψη των συγκρούσεων για τα οποία σχεδιάστηκε.

Οι χώρες προετοιμάζονται για πιθανές συγκρούσεις που εκτείνονται σε διάφορες περιοχές, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο η ασφάλεια ορίζεται όλο και περισσότερο μέσω της στρατιωτικής ισχύος και όχι μέσω της διπλωματίας. Όπως υποστηρίζει ο Nan Tian, ανώτερος ερευνητής στο SIPRI, «τα κράτη δίνουν προτεραιότητα στη στρατιωτική ισχύ, αλλά ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος δράσης-αντίδρασης στο ολοένα και πιο ασταθές γεωπολιτικό τοπίο και το τοπίο ασφάλειας».

Η στροφή αυτή έρχεται σε μια εποχή οικονομικών προκλήσεων, όπου οι κοινωνικές δαπάνες συχνά θυσιάζονται για τις στρατιωτικές επενδύσεις. Οι αλληλοσυνδεόμενες αυτές συγκρούσεις οδηγούν σε έναν κόσμο, που διολισθαίνει περισσότερο προς τη σύγκρουση παρά προς τη συνεργασία.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.