Τα ξεχασμένα θύματα του πολέμου στην Γκόμα και στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ)

Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα εκτοπίστηκαν στην ανατολική ΛΔΚ. Φωτογραφία: Anicet Kimonyo, χρησιμοποιείται κατόπιν αδείας.

Αυτό το άρθρο έχει γραφτεί από τον Anicet Kimonyo και δημοσιεύτηκε αρχικά από το δίκτυο Peace News. Μία αναθεωρημένη και αναδημοσιευμένη έκδοση του άρθρου δημοσιεύτηκε στο Global Voices στο πλαίσιο συμφωνίας διαμοιρασμού του περιεχομένου.

Εδώ και πολλά χρόνια, ο πόλεμος στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) βυθίζει εκατομμύρια ανθρώπους σε μεγάλη απόγνωση. Ολόκληρες οικογένειες, που στερούνται καταλύματος και μέσων διαβίωσης, περιπλανιούνται για την εξεύρεση καταφυγίου, συχνά χωρίς να ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.

Στην Γκόμα (πρωτεύουσα της επαρχίας Βόρειο Κίβου στα ανατολικά της χώρας) και στα περίχωρά της, ο άμαχος πληθυσμός έχει εγκλωβιστεί μεταξύ των φονικών συγκρούσεων, των αναγκαστικών εκτοπισμών και μίας ανθρωπιστικής κρίσης, που διαρκώς επιδεινώνεται.

Οι καταυλισμοί προσφύγων Κανιαρουτσινία, Λουσαγκάλα και Μπουζάρι στα ανατολικά της πόλης στον άξονα Γκόμα-Ρουτσούρου, που έχουν προσφέρει καταφύγιο για περισσότερο από τρία χρόνια σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι  προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, είναι πλέον άδειοι. Ωστόσο, αυτή η μαζική φυγή δεν σημαίνει το τέλος των βασάνων για τους εκτοπισμένους, μάλλον το αντίθετο.

Ο Théo Musekura, πρόεδρος των περιοχών των εκτοπισμένων της επικράτειας Νιραγκόνγκο στο Βόρειο Κίβου, εξηγεί στο δίκτυο Peace News (PNN):

Ces personnes déplacées retournent progressivement dans leurs foyers dans les territoires de Rutshuru, Nyiragongo et Masisi, zones occupées par la rébellion du M23, signalant peut-être un calme relatif ou des changements dans la dynamique de la guerre.

Τα εκτοπισμένα άτομα επιστρέφουν σταδιακά στις εστίες τους στις περιοχές  Ρουτσούρου, Νιραγκόνγκο και Μασίσι, που αποτελούν ζώνες κατειλημμένες από την εξέγερση του M23, κάτι που ίσως σηματοδοτεί μία σχετική ηρεμία ή αλλαγές στη δυναμική του πολέμου.

Ωστόσο, αυτή η επιστροφή μοιάζει περισσότερο σαν εξαναγκασμός παρά σαν επιλογή. Σε αυτές τις ζώνες, που ελέγχονται από το M23, οι συνθήκες διαβίωσης απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν ασφαλείς. Πολλοί βρίσκουν τα σπίτια τους γκρεμισμένα, τους κήπους τους καταστραμμένους και τα χωριά τους νεκρά από κάθε οικονομική δραστηριότητα. Ο Musekura αιτείται:

Nous demandons aux organisations humanitaires de continuer à nous soutenir même pendant six mois en nous fournissant de l’aide en vivres et en articles non alimentaires. Cela nous permettra d’être mieux préparés à reprendre les activités agricoles. (…) ce soutien permettra à ceux qui reviennent de se réorganiser.

Ζητάμε από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις να συνεχίσουν να μας στηρίζουν ακόμη και για έξι μήνες παρέχοντάς μας βοήθεια σε είδη διαβίωσης, καθώς και σε μη βρώσιμα είδη. Αυτό θα μας επιτρέψει να προετοιμαστούμε καλύτερα για να ξαναρχίσουμε τις αγροτικές μας δραστηριότητες. […] Αυτή η βοήθεια θα επιτρέψει σε όσους επιστρέψουν να οργανωθούν ξανά.

Αλλά η ανταπόκριση των ανθρωπιστικών οργανισμών παραμένει ανεπαρκής μπροστά στo μέγεθος της καταστροφής. Οργανώσεις, όπως οι Γιατροί χωρίς Σύνορα  (ΓΧΣ) προειδοποιούν για τον κίνδυνο επιδείνωσης της υγειονομικής και επισιτιστικής κρίσης, ενώ οι εκτοπισμένοι προσπαθούν να επανεγκατασταθούν σε χωριά, όπου όλα βρίσκονται υπό ανοικοδόμηση.

Πίσω από αυτήν την ανθρωπιστική τραγωδία, η οποία εντάθηκε από τον πόλεμο, κρύβονται χιλιάδες προσωπικές ιστορίες, η κάθε μία εκ των οποίων μαρτυράει τον πόνο, τον φόβο και την απώλεια.

Ο Héritier (ψευδώνυμο), εκτοπισμένος από το Ρουτσούρου το 2023, εξηγεί πως ο πόλεμος διέλυσε τη ζωή του και κατάστρεψε τις προοπτικές του για το μέλλον. Με βαθειά θλίψη, εξηγεί στο δίκτυο Peace News:

(…) Je suis aujourd’hui au chômage et sans occupation, étant père d’un enfant, et j’héberge même mon petit frère chez moi. Je ne sais plus comment subvenir aux besoins quotidiens de mon ménage… Je suis juste locataire, mon petit frère est étudiant ̶ qui va payer ses frais d’études ? (…) Je ne peux pas apprendre à voler maintenant alors que je ne l’ai jamais fait de ma vie. Je recommande aux autorités d’engager le dialogue, car nous avons seulement besoin de paix pour que chacun vaque librement et sereinement à ses activités.

[…] Σήμερα είμαι άνεργος και χωρίς δουλειά, και ενώ είμαι πατέρας ενός παιδιού, φιλοξενώ επίσης τον μικρό μου αδελφό στο σπίτι μου. Δεν ξέρω πλέον πως θα ανταπεξέλθω στις καθημερινές ανάγκες της οικογένειάς μου… Είμαι απλά ενοικιαστής, ο μικρός μου αδελφός είναι φοιτητής, ποιός θα πληρώσει τα δίδακτρα γα τις σπουδές του; […] Δεν μπορώ να αρχίσω να μαθαίνω τώρα να κλέβω, ενώ δεν έχω κλέψει ποτέ στη ζωή μου. Συνιστώ στις Αρχές να αρχίσουν τον διάλογο, γιατί έχουμε μόνο ανάγκη από ειρήνη, ώστε ο καθένας να ασχοληθεί ελεύθερα και γαλήνια με τις δραστηριότητές του.

Η απόγνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη για τις γυναίκες, οι οποίες δεν πρέπει μόνο να εξασφαλίσουν τη δική τους επιβίωση, αλλά και αυτή των παιδιών τους. Η Bunawage Buterezi, μία εκτοπισμένη γυναίκα, διηγείται την ατελείωτη περιπλάνησή της με την ελπίδα να βρει καταφύγιο. Με ένα μωρό στην αγκαλιά και τα πράγματά της στο κεφάλι, διηγείται στο PNN:

(…) tous les jours, je me promène avec mes affaires et celles de ma famille sur le dos sans savoir où m’installer. Honnêtement, nous n’avons pas la paix, et cela me fait mal. Tout ce que nous pouvons demander, c’est que les dirigeants réfléchissent à comment mettre fin à la guerre pour que nous puissions rentrer chez nous et reprendre nos activités antérieures.

[…] όλες τις μέρες περιφέρομαι με τα πράγματά μου και τα πράγματα της οικογένειάς μου στην πλάτη μου χωρίς να ξέρω που να εγκατασταθώ. Ειλικρινά, δεν έχουμε ηρεμία και αυτό μου κάνει κακό. Το μόνο που ζητάμε είναι οι κυβερνώντες να σκεφτούν πώς θα σταματήσουν τον πόλεμο, ώστε να μπορέσουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας και να ξαναρχίσουμε τις προηγούμενες δραστηριότητές μας.

Η ιστορία της απεικονίζει το διπλό φορτίο, με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπα τα εκτοπισμένα άτομα: να ξεφύγουν από τον πόλεμο, να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αδιαφορία και την εγκατάλειψη, αλλά επίσης τη ζωή μετά τον πόλεμο σε μία πόλη, όπως η Γκόμα, που άλλοτε θεωρούνταν ως η τελευταία ελπίδα, από όπου οι ανθρωπιστικές οργανώσεις οργάνωναν επιχειρήσεις βοήθειας για τα εκτοπισμένα άτομα στους καταυλισμούς γύρω από την πόλη.

Ανάμεσα στο να πεθάνει από την πείνα με μία οικογένεια με εννιά παιδιά και να ξαναγυρίσει χωρίς ελπίδα στο χωριό της για να ξεκινήσει μία αβέβαιη ζωή, η Mama Mkesha έκανε την επιλογή της. Η Mama Mkesha δήλωσε στο PNN:

J’ai décidé aujourd’hui de rentrer chez moi parce que je ne peux pas vivre ici sans assistance. On nous a informés que pendant la guerre dans la ville de Goma, les réserves de nourriture du Programme alimentaire mondial ont été pillées. Je rentre chez moi avec ma bâche, je recommencerai ma vie là-bas, car ma maison a été détruite par les rebelles, mais je n’ai pas d’autre choix que de rentrer au lieu de mourir de faim ici. Oui, il n’y a toujours pas de sécurité dans mon village, mais je rentre quand même.

Αποφάσισα σήμερα να γυρίσω στο σπίτι μου, γιατί δεν μπορώ να ζήσω εδώ χωρίς βοήθεια. Μας ενημέρωσαν ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πόλη Γκόμα, τα αποθέματα τροφής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος (WFP) λεηλατήθηκαν. Γυρνάω στο σπίτι μου μαζί με τη σκηνή μου, θα ξαναρχίσω τη ζωή μου εκεί, καθώς το σπίτι μου καταστράφηκε από τους αντάρτες, ωστόσο, δεν έχω άλλη επιλογή από το να γυρίσω εκεί αντί να πεθάνω από την πείνα εδώ. Ναι, δεν υπάρχει ακόμη ασφάλεια στο χωριό μου, ωστόσο θα γυρίσω πίσω.

Η απόγνωση των πιο ευάλωτων

Για τα ηλικιωμένα άτομα, ο πόλεμος είναι ακόμη πιο σκληρός. Ο Sanvura Mawazo, ένας ηλικιωμένος άντρας εκτοπισμένος εδώ και ένα χρόνο, εξέφρασε την κούρασή του από μία ζωή, που μαρτυράει βάσανα. Αποφασισμένος να γυρίσει στο σπίτι του, αναφέρει:

J’ai décidé de rentrer chez moi parce que j’ai beaucoup souffert ici. J’ai dû passer des jours et des nuits entières sans rien mettre dans ma bouche, ce qui était très difficile pour quelqu’un de mon âge.

Αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι μου, γιατί υπέφερα πάρα πολύ εδώ. Έπρεπε να περάσω ολόκληρες μέρες και νύχτες χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, πράγμα πολύ δύσκολο για κάποιον στην ηλικία μου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το θέμα της συνοδείας των εκτοπισμένων ηλικιωμένων ατόμων έχει καταστεί ανθρωπιστική κατάσταση επείγουσας ανάγκης. Πολλοί από τους ηλικιωμένους δεν είναι σε θέση να αυτοσυντηρηθούν και καταλήγουν εγκατατελειμένοι σε φριχτές συνθήκες διαβίωσης.

Ο Justin Bikalo, εκτοπισμένος από το Κιμπιρίζι, στο Μπουίτο, απεικονίζει αυτήν την αβεβαιότητα, η οποία πλανιέται εδώ και καιρό πάνω από το μέλλον τους στον καταυλισμό.

Je suis une déplacé de guerre et je vivais dans le camp de Kanyaruchinya. Tous les abris qui étaient ici ont été détruits suite à la guerre qui a atteint la ville de Goma. (…), personne n’a pu résister. C’est pourquoi les gens ont fui, certains ont même perdu la vie, et nous avons donc été dispersés. D’autres sont revenus pour détruire notre camp et voler des bâches.

Depuis que je suis arrivé ici à Goma, à cause de la guerre, (…) il m’était difficile d’entreprendre quoi que ce soit. Je me suis réfugié dans des familles d’accueil, et maintenant, mon seul désir est de rentrer chez moi, mais je manque de tout, même de moyens pour retourner chez moi à Kibirizi.

Είμαι εκτοπισμένος του πολέμου και ζούσα στον καταυλισμό προσφύγων της Κανιαρουτσινία. Όλα τα καταλύματα, που υπήρχαν εκεί καταστράφηκαν λόγω του πολέμου, που έφτασε μέχρι την πόλη Γκόμα. […] Κανένας δεν κατάφερε να αντέξει. Γι΄αυτό οι άνθρωποι έφυγαν, ορισμένοι έχασαν ακόμα και τη ζωή τους, και έτσι διασκορπιστήκαμε. Άλλοι επέστρεψαν για να καταστρέψουν τον καταυλισμό μας και να κλέψουν τις σκηνές.

Από τότε που έφτασα εδώ στην Γκόμα, εξαιτίας του πολέμου […] μου ήταν δύσκολο να κάνω οτιδήποτε. Βρήκα κατάλυμα σε οικογένειες, οι οποίες με φιλοξένησαν και τώρα η μόνη μου επιθυμία είναι να γυρίσω σπίτι μου, αλλά μου λείπουν τα πάντα, ακόμη και τα μέσα για να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου στο Κιμπιρίζι.

Ανάμεσα στην αδιαφορία και σε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για ειρήνη

Ενώ οι Aρχές του Κονγκό και η διεθνής κοινότητα εκφράζουν τη δέσμευσή τους για την αποκατάσταση της ειρήνης, οι εκτοπισμένοι του πολέμου του Βόρειου Κίβου συνεχίζουν να υποφέρουν στο περιθώριο. Η ανθρωπιστική βοήθεια είναι ανεπαρκής, οι υποδομές που έχουν καταστραφεί δεν έχουν ακόμη ανοικοδομηθεί και η βία συνεχίζεται σε πολλές ζώνες, όπου ο πληθυσμός προσπαθεί να επιστρέψει.

Η εντατικοποίηση των μαχών μέχρι και μέσα στην πόλη Γκόμα έχει επιδεινώσει μία ήδη κρίσιμη κατάσταση. Το 85% των εκτοπισμένων, που ζούσαν άλλοτε γύρω από την Γκόμα, έχουν κατακλύσει την πόλη, που ασφικτυά ήδη από τους αντάρτες του M23, που υποστηρίζονται από τη Ρουάντα, σύμφωνα με τις αναφορές των εμπειρογνώμων του ΟΗΕ.

Από την κατάληψη της πόλης Γκόμα, οι φωνές διαμαρτυρίας έχουν αυξηθεί διεθνώς και καταδικάζουν την προέλαση του M23.

Ο Συντονιστής ανθρωπιστικής βοήθειας στη ΛΔΚ, Bruno Lemarquis, σε ένα του ανακοινωθέν, κάλεσε όλη τη διεθνή κοινότητα να δραστηριοποιηθεί για τη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού διαδρόμου προκειμένου να παρέχουν επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια στους εκτοπισμένους και στον πληθυσμό της Γκόμα.

Ενώ ορισμένες χώρες-μέλη της διεθνούς κοινότητας διστάζουν να καταδικάσουν την εξέργεση του Μ23, που επιδείνωσε την ανθρωπιστική κατάσταση στην περιοχή, άλλοι αντιθέτως την καταδικάζουν χωρίς δισταγμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Fu Cong, πρεσβευτής της Κίνας στον Ο.Η.Ε. δήλωσε:

Il est possible que nous parvenions à une résolution. Il n’y a pas de solution militaire à ce conflit. Les pourparlers de paix sont donc la seule solution. Et nous pensons aussi que l’intégrité territoriale de la RDC doit être respectée, c’est pourquoi nous exigeons le retrait du M23 et des troupes militaires rwandaises des territoires qu’ils ont occupés.

Είναι πιθανόν να καταλήξουμε σε μία λύση. Δεν υπάρχει στρατιωτική λύση σε αυτήν τη διένεξη. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες αποτελούν επομένως την μόνη λύση. Θεωρούμε, επίσης, ότι η εδαφική ακεραιότητα της ΛΔΚ πρέπει να γίνει σεβαστή και για αυτό το λόγο απαιτούμε την απόσυρση του Μ23 και των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρουάντα από τις περιοχές, που έχουν κατακτήσει.

Τον Δεκέμβριο του 2024, η Κινσάσα ήταν στα πρόθυρα επίτευξης συμφωνίας με τη Ρουάντα, πριν, την παραμονή των προσπαθειών αυτών, η συμφωνία να αποτύχει, λόγω των διαφωνιών ανάμεσα σε Κιγκάλι και Κινσάσα.

Η Κινσάσα αρνείται κάθε απευθείας διάλογο με τους αντάρτες του Μ23 και συνεχίζει να θέτει κόκκινες γραμμές. Η Κινσάσα παραμένει ακλόνητη στη θέση της και δεν συμφωνεί να δώσει «λευκή επιταγή» στους αντάρτες του Μ23, τους οποίους κατηγορεί για πολλές σοβαρές παραβάσεις.

Οι μαρτυρίες των θυμάτων μας υπενθυμίζουν τη βάναυση πραγματικότητα: αυτός ο πόλεμος δεν αποτελεί μόνο μία στρατιωτική σύγκρουση, πρόκειται για μία ανθρωπιστική τραγωδία, που διαλύει ολόκληρες οικογένειες και αφήνει πίσω της ένα λαό σε απόγνωση. Όσο δεν εφαρμόζονται συγκεκριμένες λύσεις, το μαρτύριο των εκτοπισμένων του Βόρειου Κίβου θα συνεχίζεται μέσα σε μία εκκωφαντική σιωπή.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.