Αυτό το κείμενο της Kristina Gadže δημοσιεύτηκε αρχικά στο Balkan Diskurs , ένα εγχείρημα του Κέντρου Μετασυγκρουσιακής Έρευνας (PCRC). Μια επεξεργασμένη έκδοση αναδημοσιεύεται από το Global Voices στο πλαίσιο συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.
Η Αμίλα Ράμοβιτς, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα μουσικής θεωρίας και παιδαγωγικής της Μουσικής Ακαδημίας του Πανεπιστημίου του Σεράγεβο, μίλησε στο Balkan Diskurs για την κριτική σκέψη μέσω της τέχνης. Εκτός από τον ακαδημαϊκό της τίτλο, είναι πρόεδρος της Μουσικολογικής Εταιρείας της Ομοσπονδίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και μέλος της Διεθνούς Μουσικολογικής Εταιρείας με έδρα τη Βασιλεία.
Η Ράμοβιτς επεσήμανε ότι το επάγγελμά της τής δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς μελλοντικούς καλλιτέχνες:
Οι φοιτητές και φοιτήτριες καλών τεχνών είναι παθιασμένοι με αυτό το επάγγελμα και στην εργασία τους καθοδηγούνται από την αισιοδοξία ότι οι αξίες, που ενστικτωδώς και διανοητικά νιώθουν, θα αναγνωριστούν από το περιβάλλον τους. Γι’ αυτό αποτελεί ιδιαίτερο προνόμιο για όποιο άτομο ενδιαφέρεται για την τέχνη να συνεργάζεται με νέους, που δεν έχουν ακόμη «διεφθαρεί» από τον κομφορμισμό, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της προοδευτικής και κριτικής καλλιτεχνικής σκέψης, καθώς μόνο τέτοια τέχνη είναι η αληθινή. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι αυτή η στάση τους δοκιμάζεται γρήγορα μόλις ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, επειδή η κοινωνία μας δεν έχει καμία πλατφόρμα για να υποστηρίξει τους καλλιτέχνες.
Είπε ότι τα νέα άτομα, που ασχολούνται με τη μουσική, με τα οποία συνεργάζεται, ακόμη και τα πιο ταλαντούχα και βραβευμένα, συνήθως εγκαταλείπουν πολύ γρήγορα τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες και αναζητούν δουλειά σε μουσικές σχολές, και ότι μια τέτοια καθημερινή εργασία τα εξαντλεί. Πρόσθεσε:
Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, ειδικά όταν γνωρίζουμε ότι, για παράδειγμα, στον δημόσιο θεσμικό τομέα στο Σεράγεβο, υπάρχει μόνο η Φιλαρμονική και η Όπερα, όπου κάποιο άτομο μπορεί να παίξει μουσική επαγγελματικά. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να παραμελήσουμε τον ανεξάρτητο τομέα, επειδή παραμελείται επίσης από τις διοικήσεις με άθλια χρηματοδότηση. Έτσι, οι νέοι/ες καλλιτέχν(ιδ)ες δεν μπορούν να κάνουν μουσική για να ζήσουν. Αυτή η πραγματικότητα τους ανησυχεί, τους αποθαρρύνει και στο τέλος απλώς παραδίδονται σε αυτήν την πραγματικότητα.
Επέζησε από την πολιορκία του Σεράγεβο (1992–1996) και είδε πώς λειτουργεί η τέχνη ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, λέει, έγινε ορατό και σαφές ότι η εμπειρία της τέχνης σχετίζεται άμεσα με την επιβίωση ως έναν από τους πιο ανθεκτικούς τρόπους διατήρησης της ταυτότητας των ανθρώπων.
Η Ράμοβιτς θυμήθηκε ότι ήταν μια περίοδος, που οι πολίτες διακινδύνευαν τη ζωή τους για να πάνε σε εκθέσεις και παραστάσεις:
Σε μια κατάσταση όπου η φυσική μας ύπαρξη αμφισβητούνταν, όταν εμείς ως ανθρώπινα όντα ακυρωνόμασταν από τους επιτιθέμενους, αλλά και από τον «πολιτισμένο» ευρωπαϊκό κόσμο που μας περιβάλλει, η συνέχεια της ζωής επιβεβαιωνόταν από τα επιτεύγματα του πνεύματος. Εκείνη την εποχή, νιώθαμε ότι η βιολογική επιβίωση, η ίδια η επιβίωση, το να πρέπει να φάμε, να ζεσταθούμε, δεν ήταν αρκετή.
Η ιστορία και ο πολιτισμός είναι πάντα ενδιαφέροντα θέματα για τους καλλιτέχνες, προσθέτει, και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η οποία είναι επιβαρυμένη με ιστορικές αφηγήσεις, αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο. Η Ράμοβιτς εξήγησε:
Στη μεταπολεμική Βοσνία, ακριβώς λόγω των κυρίαρχων πολιτικών και αφηγήσεων που αυτές οι πολιτικές εφάρμοζαν, υπήρξε μια πλημμύρα εθνο-κιτς στον τομέα της τέχνης, βασισμένη σε ιστορικές και μυθολογικές αφηγήσεις, όπου η αφοσίωση στον λαό και την πατρίδα εκδηλώνεται με τη μορφή έργων τέχνης. Λέω με τη μορφή, επειδή αυτά τα έργα συνειδητά ή ασυνείδητα συλλαμβάνονται με στόχο την έναρξη ορισμένων ενσυναισθητικών διαδικασιών, με τον τρόπο που η ποπ κουλτούρα σαγηνεύει τους καταναλωτές της. Τελικά, τέτοια επιτεύγματα συχνά ενισχύονται από την κοινωνική υποστήριξη.
Λέει ότι η σοβαρή τέχνη απαιτεί μια σύγχρονη κριτική προσέγγιση, η οποία να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την πραγματικότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αλλά και τον σύγχρονο καλλιτεχνικό λόγο:
Αυτός ο καλλιτεχνικός λόγος, τον οποίο αναγνωρίζουμε ως το πρόσωπο της επιτυχημένης τέχνης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μεταφέρεται σε μεγάλο βαθμό από καλλιτέχνες που εργάζονται διεθνώς, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις από το περιβάλλον μας. Ο Μπράτσο Ντιμιτρίεβιτς είναι σίγουρα η σημαντικότερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία της καλλιτεχνικής σκηνής της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης όλων των εποχών. Τα έργα του βρίσκονται τακτικά στις μόνιμες εκθέσεις των σημαντικότερων μουσείων του κόσμου. Παρά ταύτα, δεν είμαι σίγουρος ότι αναγνωρίζεται από τις διοικήσεις στο έπακρο, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό μας χώρο.
Εξηγεί ότι τα όρια του καλλιτεχνικού λόγου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, σε όλα τα επίπεδα, επενδύει στην πραγματικότητα πολύ λίγο στην κριτικά προσανατολισμένη τέχνη, επειδή δεν είναι προς το συμφέρον των στόχων των ηγετικών πολιτικών.
Όταν ρωτήθηκε αν η κριτική κουλτούρα οδηγεί μερικές φορές σε αποχωρισμό από την κουλτούρα κάποιου στο πλαίσιο της αποχώρησης των νέων από αυτές τις περιοχές, η Ράμοβιτς απάντησε ότι αυτά τα δύο πράγματα λειτουργούν παράλληλα:
Οι νέοι εγκαταλείπουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, επειδή δεν βλέπουν την πιθανότητα να αλλάξει κάτι και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον καλλιτεχνικό χώρο. Αυτό που είναι αλήθεια είναι ότι η κατάσταση μπορεί να αλλάξει με σοβαρή κριτική δράση. Και αυτή η κριτική κουλτούρα, δηλαδή η κριτική σκέψη μέσω επιχειρημάτων, ο σχηματισμός στάσης, η άρθρωση στάσης και η τοποθέτησή της στον δημόσιο χώρο, είναι αυτό που μας λείπει ως κοινωνία από κάθε ατζέντα. Συχνά βλέπω νέους, αλλά όχι μόνο νέους, να εγκαταλείπουν την κριτική δράση.
Η τέχνη είναι ανεξάρτητη από την πολιτική, αλλά τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό πρέπει να συνδέονται, αν θέλουν να επιτύχουν στόχους που ωφελούν ολόκληρη την κοινωνία. Η Ράμοβιτς πιστεύει ότι η τέχνη περιλαμβάνει τους ανθρώπους και, ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη της, έχει πολιτικό χαρακτήρα, καθώς διαμορφώνει το πνεύμα και την πολιτιστική κληρονομιά που χτίζουν την ταυτότητα μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Επειδή η τέχνη είναι συντονισμένη με την πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα θέματά της και τη μορφή της – αφηρημένη ή συγκεκριμένη – επιτρέπει στο κοινό της να αναγνωρίζει τις λεπτές αποχρώσεις και να κατανοεί τον κόσμο μέσα στην ασάφειά του. Για την Ράμοβιτς, η καλή τέχνη είναι συνήθως ο εχθρός της Δεξιάς πολιτικής και οι καλοί καλλιτέχνες σχεδόν πάντα κατευθύνονται κάπου προς τα Αριστερά.
Συμβουλεύει τους νέους καλλιτέχνες να φαντάζονται το μέλλον, να έχουν συγκεκριμένους στόχους μπροστά τους και να αγωνίζονται για την επίτευξή τους.
Πολύ συχνά, η επίτευξη αυτών των στόχων είναι αρκετά ρεαλιστική, μόνο που τα μηνύματα από την κοινωνική πραγματικότητα μας οδηγούν σε αμφιβολία και απαισιοδοξία. Η κυρίαρχη πολιτική στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη βασίζεται στην πρόληψη της αντίστασης και στη συντριβή της θέλησης για εξέγερση και αλλαγή, επομένως «εκπαιδευόμαστε» τόσο από τη διοίκηση όσο και από τα ΜΜΕ. Αλλά αυτή η θέση τους είναι θεμελιωδώς πολύ αδύναμη και μπορεί εύκολα να ηττηθεί μπροστά σε ισχυρή δημιουργική ενέργεια.
Επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο οι ενώσεις φοιτητών καλών τεχνών και νέων καλλιτεχνών στον ανεξάρτητο τομέα να διατυπώσουν τα δικά τους οράματα και να χρησιμοποιήσουν τον δημόσιο χώρο, τα κοινωνικά δίκτυα και τα ΜΜΕ για να ασκήσουν πίεση σε όσους μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την υλοποίηση των οραμάτων τους.
Η Ράμοβιτς καταλήγει:
Ελπίζω ότι οι νέοι μουσικοί, αλλά και οι νέοι καλλιτέχνες γενικότερα, θα ξεκινήσουν κάποιες δημόσιες δράσεις και θα ζητήσουν από τις δημόσιες διοικήσεις να αλλάξουν τη στάση τους απέναντί τους, αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη. Αν εξετάσουμε τη δαπάνη των κονδυλίων του προϋπολογισμού, αποδεικνύεται ότι η εκλεπτυσμένη πνευματική εργασία δεν είναι κάτι που όσοι χρηματοδοτούν την πολιτιστική παραγωγή αναγνωρίζουν ως αξία. Αυτό θα έπρεπε να αλλάξει αν θέλουμε η Βοσνία-Ερζεγοβίνη να αποκτήσει μια ενεργή, σταθερή, συνεκτική και σχετική καλλιτεχνική σκηνή.