Τρεις Αφρικανές ταξιδεύουν με τρένο από την Κοπεγχάγη στο Αμβούργο εν μέσω ρατσισμού και αντοχής

Η Elizabeth Ragwar (αριστερά), η Zita Zage (μέση) και η Rachel (δεξιά) στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Φωτογραφία της Elizabeth Ragwar, χρησιμοποιείται με άδεια.
Παρακολούθησα στη Δανία ένα συνέδριο για τις Αφρικανές στην Ευρώπη στις 7 Ιουνίου και έφυγα από τη σύνοδο κορυφής νιώθοντας δυνατή και ηλεκτρισμένη, σαν να μπορούσα να σηκώσω μια ολόκληρη ήπειρο.
Γεννημένη στην Γκάνα, έχω ζήσει τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία. Μετακόμισα εδώ για να συνεχίσω τις σπουδές μου, αφού εργάστηκα για κάποιο διάστημα στους τομείς της πληροφορικής και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Πίσω στην πατρίδα, η επικοινωνία με τους ανθρώπους ήταν εύκολη και ήμουν συνεχώς περιτριγυρισμένη από την κοινότητα. Εδώ, μπορεί να περάσω μέρες χωρίς να μιλήσω με κάποιο άτομο, παγιδευμένη στη σιωπή από μια γλώσσα που δεν μιλάω ακόμα. Η μοναξιά μπορεί να μοιάζει με ομίχλη, πάντα παρούσα και σαρωτική. Έτσι, όταν είδα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μια σύνοδο κορυφής για Αφρικανές, την αποδέχτηκα με πάθος. Δεν είχα ιδέα ότι ένα εννιάωρο ταξίδι θα μετατρεπόταν σε μια τριήμερη ιστορία χάους και διακρίσεων, αλλά και νέων φιλιών.
Το ταξίδι της επιστροφής: Τρένα, αναποδιές και απροσδόκητη αδελφότητα
Την Κυριακή 9 Ιουνίου 2025, βγήκα απρόθυμα έξω στο γκρίζο απόγευμα της Κοπεγχάγης, κατευθείαν στον Κεντρικό Σταθμό της Κοπεγχάγης για να προλάβω το τρένο μου για τη Δρέσδη.
Όταν έφτασα στην πλατφόρμα από όπου επρόκειτο να αναχωρήσει το τρένο μου, ένα κρύο ξάφνιασμα πανικού με κατέκλυσε. Δεν υπήρχε τρένο. Μια ευγενική Δανή με βοήθησε να ελέγξω την εφαρμογή του τρένου και μου είπε ότι η πλατφόρμα αναχώρησης είχε αλλάξει. Έστριψα για να τρέξω προς τη νέα πλατφόρμα και απλά συνάντησα τη Rachel, μια από τις δυναμικές ομιλήτριες της συνόδου κορυφής, η οποία είχε μοιραστεί πώς ενδυναμώνει άλλες γυναίκες στην Κένυα μέσω των εκπαιδευτικών της εργαστηρίων. Ανταλλάξαμε ένα γρήγορο γέλιο έκπληκτες και μου είπε ότι το τρένο της ήταν στις 4:00 μ.μ., προτού συνεχίσω τρέχοντας για να προλάβω το δικό μου τρένο.
Κάπου κοντά στο Νίμποργκ, το τρένο σταμάτησε απότομα. Διακοπή ρεύματος. Τα λεπτά έγιναν ώρες. Καθόμασταν τυλιγμένοι με κασκόλ, με την ένταση και την κούραση να κυριεύουν τον αέρα. Πέρασαν πέντε ώρες. Ήρθε η τελική ανακοίνωση: θα επιστρέφαμε στην Κοπεγχάγη με διαφορετικό τρένο.
Κατευθύνθηκα προς το καθορισμένο σημείο συνάντησης για τους αποκλεισμένους επιβάτες. Και να που ήταν ξανά εκεί, η Rachel κι η Elizabeth Ragwar (δύο συμμετέχουσες από το συνέδριο στο οποίο παρακολούθησα), γνώριμα πρόσωπα μέσα στην αυξανόμενη θολούρα ενός αξέχαστου ταξιδιού. Μοιραστήκαμε κουρασμένα χαμόγελα και σύντομα πιάσαμε κουβέντα. Παρασυρθήκαμε από τα προβλήματα των τρένων στις συγκρίσεις των σιδηροδρομικών συστημάτων των χωρών μας. Η Rachel είπε γελώντας περήφανα:
Παρόλο που αντιμετωπίζουμε αρκετές προκλήσεις στην Κένυα, οι Σιδηρόδρομοι της Κένυας δεν είναι μία από αυτές. Είναι πάντα στην ώρα τους!

Η Rachel (αριστερά), η Zita Zage (μέση) και η Εlizabeth Ragwar (δεξιά) με άλλους επιβάτες που έχουν εγκλωβιστεί στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Δανίας. Φωτογραφία: Εlizabeth Ragwar. Χρησιμοποιείται με άδεια.
Αφού βγάλαμε μερικές φωτογραφίες μαζί — απόδειξη ότι η χαρά μπορεί ακόμα να ζει μέσα στην αναστάτωση — κατάφερα να κλείσω ένα κοντινό ξενοδοχείο για τις τρεις μας. Καθώς κατευθυνόμασταν προς αυτό, εντοπίσαμε έναν ηλικιωμένο Γερμανό και την κόρη του να παλεύουν να βρουν ξενοδοχείο. Χωρίς να το σκεφτούμε παραπάνω, τους προσκαλέσαμε να μας συναντήσουν στο ξενοδοχείο μας. Ακόμα και στην εξάντληση, η καλοσύνη ταξίδεψε μαζί μας.
Το ξενοδοχείο υποτίθεται βρισκόταν μόλις επτά λεπτά από τον σταθμό. Αλλά χάρη στην άθλια αίσθηση προσανατολισμού μου και στη μάχη μου με τους Χάρτες Google, η σύντομη βόλτα μας μετατράπηκε σε ένα απογοητευτικό ζιγκ-ζαγκ 30 λεπτών.
Όταν τελικά φτάσαμε, νιώσαμε ανακούφιση. Αλλά δεν κράτησε πολύ.
Ενώ το παλιό, ιστορικό κτίριο ήταν αναπόφευκτα γοητευτικό στο φως της ημέρας, η έλλειψη ανελκυστήρα σήμαινε ότι έπρεπε να μεταφέρουμε τις βαριές μας αποσκευές στο λόμπι και ξανά στον τρίτο όροφο. Η σκάλα έτριζε κάτω από το βάρος μας και με κάθε βήμα ένιωθα σαν να σκαρφαλώναμε σε βουνό, με τούβλα μες στις τσάντες μας. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ένας ευγενικός άνθρωπος με υπομονετικό βλέμμα, μας βοήθησε να μεταφέρουμε τα πράγματά μας. Η μικρή του χειρονομία έμοιαζε με σανίδα σωτηρίας.
Επιτέλους, ηρεμήσαμε, ξεπλύναμε την κούραση από το δέρμα μας, σωριαστήκαμε στα κρεβάτια και αφήσαμε τη μέρα να φύγει με μια συζήτηση. Σε εκείνο το μικρό, αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, συνέβη κάτι δυνατό. Μιλήσαμε. Μιλήσαμε πραγματικά.
Οι προκλήσεις για ένα άτομο από την Αφρική που μεταναστεύει στη Γερμανία
Μιλήσαμε για το τι σήμαινε να είσαι μετανάστης/τρια στην Ευρώπη, για όνειρα και απογοήτευση, για το πώς κουβαλάς το βάρος δύο πολιτισμών σε ξένο έδαφος. Ο αέρας γέμισε με κοινές αναμνήσεις και πόνο.
Η Rachel μίλησε ανοιχτά για μια καθηγήτρια γερμανικών, η οποία, για λόγους που δεν εξηγήθηκαν ποτέ, έκανε τη ζωή της αφόρητη, σε τέτοιο βαθμό που άλλαξε σχολείο.
Η Elizabeth αφηγήθηκε τον πόνο της απέλασης πίσω στην Κένυα, αφού πέρασε περισσότερους από έξι μήνες εκτός Γερμανίας και γέννησε. Ακόμα και στο πιο πρόσφατο ταξίδι της στη Δανία, αντιμετώπισε φυλετικό «φακέλωμα» και ανάκριση. Κοινοποίησε το περιστατικό μέσω μιας ανάρτησης στο Facebook:
Το φυλετικό «φακέλωμα» είναι πραγματικό!Πηγαίνω προς την Κοπεγχάγη με το τρένο και ήξερα ότι θα κάνουν έλεγχο στα σύνορα. Τέλος πάντων, η αστυνομία μπήκε στο τρένο… Δεν το είχα προσέξει, γιατί το τρένο είχε σταματήσει και ήμουν απασχολημένη με το τηλέφωνό μου.Παρεμπιπτόντως, ήμουν το μόνο έγχρωμο άτομο στο βαγόνι μου. Κάποιος μου μίλησε και νόμιζα ότι χρειάζονταν τη θέση δίπλα στη δική μου, οπότε έβγαλα αυτόματα την τσάντα μου. Όταν κοίταξα προς τα πάνω, 3-4 τύποι στέκονταν δίπλα στη θέση μου.Ένας ζήτησε το διαβατήριό μου και πέρασε… Μετά «δυσκολεύτηκα» να ανοίξω την τσάντα μου. Σίγουρα νόμιζαν ότι δεν είχα χαρτιά. Ήμουν η μόνη που έλεγξαν και μετά έφυγαν.Για μια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να ρωτήσω γιατί δεν ελέγχονταν οι άλλοι και μετά είδα ότι ήμασταν ήδη στη Δανία.Nawaoo για εμάς τους μαύρους
Τους είπα πώς, κατά τη διάρκεια μιας σχολικής μου εργασίας, αναγκάστηκα να μπω σε μια ομάδα, που αποτελούνταν από τρεις Γερμανούς και έναν Τσέχο μαθητή. Στην αρχή, ισχυρίστηκαν ότι η ομάδα τους ήταν γεμάτη, αν και προφανώς δεν ήταν. Και όταν μπήκα ούτως ή άλλως, με έκαναν να νιώθω τόσο άβολα, που κάθε συνάντηση έμοιαζε με πεδίο μάχης.
Κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ όχι απλώς ως συνταξιδιώτισσες, αλλά ως αδελφές ψυχές. Αυτό το δωμάτιο, με τα πατώματα που έτριζαν και τις αταίριαστες κουρτίνες, κουβαλούσε το βάρος τόσων πολλών ανείπωτων ιστοριών. Κι όμως, ένιωθα ασφαλής.
Το ατελείωτο ταξίδι της επιστροφής στη Γερμανία
Το επόμενο πρωί, καταβροχθίσαμε ένα πλούσιο πρωινό χωρίς να ξέρουμε ότι θα ήταν το τελευταίο μας γεύμα για την ημέρα. Στη συνέχεια, επιστρέψαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, γεμάτες ελπίδα ότι η τύχη μας θα άλλαζε. Αλλά όταν ρωτήσαμε τον υπεύθυνο τρένων της DSB για τη διαδρομή μας προς τη Γερμανία, η απάντηση ήταν μια γροθιά στο στομάχι: δεν υπήρχε απευθείας τρένο για το Αμβούργο.
Αντ’ αυτού, έπρεπε να κάνουμε ένα συνονθύλευμα ταξιδιών: τέσσερα ξεχωριστά τρένα μόνο και μόνο για να φτάσουμε στο Αμβούργο. Στη συνέχεια, ακόμη περισσότερα τρένα προς τους τελικούς μας προορισμούς.
Επιβιβαστήκαμε στο πρώτο τρένο στις 12:42. Μόλις μια ώρα αργότερα, μια ακόμη αναστάτωση: μηχανική βλάβη. Έπρεπε να αποβιβαστούμε και να αλλάξουμε τρένο για άλλη μια φορά.
Οι καθυστερήσεις συσσωρεύονταν σαν ντόμινο. Κάθε τρένο έφερνε και ένα νέο πρόβλημα. Η Rachel, παρά τον πόνο που ήταν εμφανώς χαραγμένος στο πρόσωπό της από το κουβάλημα ενός τεράστιου σακιδίου πλάτης, συνέχιζε να χαμογελάει. Η Elizabeth και εγώ, με τις βαλίτσες μας με τα ροδάκια, προσφερθήκαμε να βοηθήσουμε, αλλά εκείνη επέμενε ότι ήταν καλά.
Μέσα σε όλη αυτή την αταξία, κρατούσαμε ακόμα το γέλιο μας.
Με κάθε μεταφορά και κάθε καθυστέρηση, μάθαινα περισσότερα για τις γυναίκες δίπλα μου. Η Rachel, μητέρα δύο παιδιών και παθιασμένη με την ενδυνάμωση των αγροτικών κοινοτήτων, είναι η ιδρύτρια της ManGo Development. Η Elizabeth, μητέρα ενός παιδιού, κάποτε ασχολούνταν πολύ με τον κόσμο της πληροφορικής και των πολύπλοκων συστημάτων δικτύων, αλλά τώρα διοχετεύει αυτή την τεχνική ευφυΐα στο ψηφιακό μάρκετινγκ.
Και οι δύο είναι από την Κένυα και ζουν στην Ευρώπη για πάνω από δύο δεκαετίες. Έχουν δει τα πάνω και τα κάτω της. Έχουν νιώσει το «κεντρί» του ρατσισμού και τον θρίαμβο της υπέρβασής του. Αλλά περισσότερο από αυτό, είναι πολεμίστριες, που προχωρούν αθόρυβα και επίμονα. Κουβαλούν ιστορίες, που θα μπορούσαν να ταρακουνήσουν κάθε μέρος που θα βρίσκονταν.
Και σε αυτό το χαοτικό, αλλοιωμένο, καθυστερημένο ταξίδι, οι ιστορίες τους, το γέλιο τους και το πνεύμα τους συνέχισαν να με αναζωογονούν. Μες στην ταλαιπωρία, βρήκαμε «αδελφότητα». Μες στην εξάντληση, βρήκαμε τη χαρά. Στο χάος, δημιουργήσαμε αναμνήσεις.
Στο πέμπτο τρένο της ημέρας, καθίσαμε στις θέσεις μας δίπλα σε μια Σουηδέζα. Η κούραση ήταν χαραγμένη στα πρόσωπά μας, αλλά όπως συνήθως, πυροδοτήσαμε μια συζήτηση. Σύντομα, το βαγόνι γέμισε γέλια, καθώς ανταλλάξαμε ιστορίες σαν παλιές φίλες.
Βιώνοντας ρατσισμό στην Ευρώπη
Μετά από δέκα εξαντλητικές ώρες και έξι διαφορετικά τρένα, φτάσαμε επιτέλους στο Αμβούργο. Πήραμε μια ανάσα, νομίζοντας ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Αλλά στο γραφείο πληροφοριών της Deutsche Bahn, τα πράγματα πήραν μια πιο σκοτεινή τροπή.
Η Rachel, η οποία μιλούσε άπταιστα γερμανικά, πλησίασε έναν υπάλληλο, τον κύριο Richter. Του εξήγησε τη δοκιμασία μας, του έδειξε τα εισιτήριά της και ευγενικά ζήτησε το επόμενο τρένο για την Κολωνία. Αυτός κοίταξε το σύστημα, εκτύπωσε το δρομολόγιο και το παρέδωσε. Ακολούθησε η Elizabeth υποβάλλοντας το αίτημά της και στα γερμανικά και έτυχε της ίδιας ευγένειας.
Έπειτα ήρθε η σειρά μου. Προχώρησα μπροστά και άρχισα να μιλάω στα αγγλικά. Χωρίς να με κοιτάξει, ο κύριος Richter μου έκανε νόημα να κάνω στην άκρη και μου είπε απότομα: «Κουνήσου. Επόμενος». Έτσι απλά.
Μπερδεμένη και ταπεινωμένη, άρχισα να απομακρύνομαι, αλλά η Rachel και η Ragwar παρενέβησαν. Του είπαν ότι είμαστε μαζί και επέμειναν να φροντίσει και εμένα.
Η απάντηση του κυρίου Richter; «Πείτε bitte», είπε απότομα, απαιτώντας τη γερμανική λέξη για το «παρακαλώ».
Η Rachel, πάντα ψύχραιμη, απάντησε:
Είμαστε ξένες. Τα γερμανικά μας δεν είναι τέλεια. Αλλά μπορούμε να μιλήσουμε αγγλικά.
Τότε ήταν που εκείνος το ‘χασε εντελώς φωνάζοντας:
Δεν μιλάω αγγλικά. Φύγε!
Πέταξε τα έγγραφά μου στον πάγκο σαν να ήταν σκουπίδια.
Ακολούθησε μια μακρά, βαριά σιωπή.
Η Rachel τον αντιμετώπισε με σταθερή, αλλά και αυστηρή φωνή. Η Elizabeth παρενέβη ξανά μαλακώνοντας τα λόγια της, επαναλαμβάνοντας το αίτημα με bitte, παρόλο που η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Ήμουν πολύ εξαντλημένη, πολύ άναυδη, για να μπω σε διένεξη. Αλλά η Rachel και η Elizabeth, οι οποίες έχουν ζήσει δεκαετίες ανεπαίσθητου και απροκάλυπτου ρατσισμού στην Ευρώπη, ήξεραν ακριβώς τι είχε μόλις συμβεί. Δεν είχε να κάνει με τη γλώσσα. Είχε να κάνει με εμάς.
Η Rachel περίμενε στον σταθμό το τρένο της για την Κολωνία. Εγώ συνάντησα την Elizabeth στο τρένο της για το Βερολίνο. Με απίστευτη καλοσύνη, η Elizabeth μου είπε ότι μπορούσα να μείνω στο σπίτι της για το βράδυ.
Πριν φύγω για τη Δρέσδη την επόμενη μέρα, καθίσαμε για μια τελευταία συζήτηση. Τα λόγια της έκαιγαν την καρδιά μου:
Οι μαύροι έχουν συνηθίσει να τους φέρονται άσχημα — στο σχολείο, στη δουλειά, παντού. Και όταν μιλάς ανοιχτά, οι άνθρωποι λένε ότι χρησιμοποιείς επίτηδες το ζήτημα «φυλής». Αλλά αυτό είναι συστημικό. Και αν δεν μιλήσουμε γι’ αυτό, τίποτα δεν θα αλλάξει.
Τα λόγια της αντηχούσαν στο μυαλό μου στο τελευταίο τρένο για τη Δρέσδη. Όταν πλησίασε ο επιθεωρητής εισιτηρίων, χαιρέτησε τις δύο λευκές γυναίκες μπροστά μου με ένα θερμό «Guten Tag» (καλημέρα). Όταν έφτασε κοντά μου, ο τόνος του άλλαξε σε έναν υποτονικό «γεια». Έπειτα, γύρισε πίσω στο «Guten Tag» για τη γυναίκα πίσω μου.
Λεπτό. Κι όμως, αδιαμφισβήτητο. Μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, σχεδόν ασήμαντο σε μερικούς. Αλλά ο ρατσισμός δεν είναι πάντα ηχηρός. Συχνά είναι σιωπηλός, αθροιστικός. Σαν χίλιες χαρακιές. Και νιώθεις την καθεμία ξεχωριστά.
Θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει να πετάξουμε. Αλλά αποφασίσαμε να πάρουμε το τρένο επιλέγοντας τη βιωσιμότητα, ελπίζοντας ότι η μικρή μας απόφαση θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά για τον πλανήτη. Σε αντάλλαγμα, μας αντιμετώπισαν μέρες χάους, εξάντλησης και διακρίσεων, τις οποίες εξυπηρετούσε ένα σύστημα, που υπερηφανεύεται για ακρίβεια και εξυπηρέτηση.
Όπως σημείωσε ένας επιβάτης:
Ποιο είναι το νόημα να σώζεις το περιβάλλον, όταν το ταξίδι σου κοστίζει την ψυχική σου υγεία, την αξιοπρέπειά σου και την ανθρωπιά σου;
Χρειαζόμαστε συστήματα, που δεν μετακινούν απλώς τους ανθρώπους αποτελεσματικά, αλλά τους αντιμετωπίζουν με ισότητα, καλοσύνη και σεβασμό. Μέχρι τότε, τα ταξίδια μας – τόσο τα κυριολεκτικά όσο και τα βιωματικά – θα συνεχίσουν να απαιτούν όχι μόνο αντοχή, αλλά και επανάσταση.
Αυτό το άρθρο αποτελεί κομμάτι της Γέφυρας, που φιλοξενεί πρωτότυπη γραφή, απόψεις, σχολιασμούς και έρευνα μέσα από τη μοναδική οπτική γωνία της κοινότητας του Global Voices. · Όλα τα άρθρα







