Η νοσταλγία της μετανάστευσης μέσα σε μια ζωή κλεμμένη σε κομμάτια

Παιδί παίζει μπέιζμπολ στους δρόμους της Μανάγκουα, Νικαράγουα. Φωτογραφία του Kelvik Pineda, χρησιμοποιείται με την άδειά του.
Όταν ήμουν μικρός, δεν ονειρευόμουν ποτέ να ταξιδέψω σε μεγάλες, μακρινές πόλεις. Ακόμα και όταν οι συγγενείς μου έλεγαν πώς είναι η ζωή σε άλλες χώρες, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος που απλώς δραπέτευα από την αποπνικτική ζέστη της πρωτεύουσας για να περάσω ένα απόγευμα στην πισίνα του θείου μου. Φυσικά, δεν καταλάβαινα γιατί είχαν μεταναστεύσει αυτοί οι άνθρωποι ούτε μπορούσα να κατανοήσω τις δυσκολίες, τις λύπες και τους αγώνες που είχαν περάσει για να βρουν μόνο και μόνο μια στιγμή γαλήνης στη νέα τους ζωή.
Τότε, μαζευόμαστε με την οικογένεια και τους φίλους μας για να περάσουμε χρόνο μαζί, να γελάσουμε και να χορέψουμε. Κάναμε purisimiar — περπατούσαμε στη γειτονιά τραγουδώντας σε βωμούς αφιερωμένους στην Παναγία — με άλλους ντόπιους νέους. Τα μάτια μας έλαμπαν όταν κρατούσαμε μια μικρή σακούλα με μικρά πυροτεχνήματα των πέντε πέσος, επειδή ξέραμε ότι για τα είκοσι δευτερόλεπτα που διαρκούσε το καθένα, χαμογελούσαμε ενώ σχεδιάζαμε σχήματα στον αέρα με αυτά. Υπάρχουν ορισμένες ημερομηνίες, που πονάνε περισσότερο όταν είσαι μακριά από το σπίτι, αλλά στην πραγματικότητα η νοσταλγία είναι πάντα εκεί, κρυμμένη στις μικρές στιγμές.
Η φίλη μου η Miranda είπε κάτι, μια μέρα σε μια συζήτηση, που μου έκανε βαθιά εντύπωση: τελικά, μας λείπει η πατρίδα όχι ως εδαφική έννοια, αλλά για το νόημα που αποδίδουμε σε αυτή τη λέξη.
Αν αναζητήσουμε τη λέξη patria (πατρίδα) στο λεξικό της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας, αυτή έχει ως εξής: «Η γη γέννησης ή υιοθεσίας κάποιου, οργανωμένη ως έθνος, με την οποία ένα άτομο αισθάνεται δεσμευμένο με νομικούς, ιστορικούς και συναισθηματικούς δεσμούς». Έτσι, με βάση αυτόν τον ορισμό, μπορεί να χάσουμε οτιδήποτε — οποιοδήποτε άτομο, τόπο ή ανάμνηση — που μας συνδέει με τη χώρα καταγωγής μας.
Εμένα, για παράδειγμα, μου λείπει να επισκέπτομαι τη γιαγιά μου και να την παρακολουθώ να ράβει ρούχα και στολές για ώρες και μετά να τελειώνουμε το απόγευμα καθισμένοι μαζί στην κουνιστή πολυθρόνα έξω στο πεζοδρόμιο. Μου λείπει να αγοράζω φρεσκοχειροποίητες τορτίγιες και να τις τρώω με το τυρί που μας έφεραν από το Μουλουκουκού, στις ακτές της Καραϊβικής. Μου λείπει ακόμη και το να μισώ που ο γείτονάς μου έλεγε τη λειτουργία στις τέσσερις το πρωί σαν να ήταν συναυλία για όλη τη γειτονιά. Αυτές οι αναμνήσεις, τις οποίες θυμάμαι με αγάπη και λύπη, είναι η πατρίδα μου.
Αυτό που είναι πραγματικά δύσκολο στο να είσαι μακριά είναι να βλέπεις τα γεγονότα που συμβαίνουν και να μην είσαι εκεί, χάνοντας εκείνες τις σημαντικές, χαρούμενες, θλιβερές ή καθοριστικές στιγμές στη ζωή όσων αγαπάμε. Σε κάνει να αναρωτιέσαι αν η παραμονή θα ήταν η καλύτερη επιλογή ή αν κατηγορείς τον εαυτό σου για τις αποφάσεις που σε οδήγησαν να φύγεις.
Ο μικρότερος αδερφός μου αποφοίτησε, τα ανίψια μου μεγάλωσαν, η δωδεκάχρονη σκυλίτσα μου πέθανε και δεν μπόρεσα να την αποχαιρετήσω με τον τρόπο που θα ήθελα. Συγγενείς έφυγαν χωρίς αντίο. Άλλοι γεννήθηκαν χωρίς να μας καλωσορίσουν. Ο ψηφιακός κόσμος μας επιτρέπει να γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλον, αλλά απέχει πολύ από το να μας επιτρέπει να νιώθουμε ο ένας τον άλλον, τη ζεστή εγγύτητα που θα μπορούσε να απαλύνει το κρύο της απόστασης.
Βλέπω πρώην συμμαθητές και φίλους μου, ανθρώπους που ήταν μέρος της καθημερινότητάς μου κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της ιατρικής σχολής, τώρα να αποφοιτούν και να γιορτάζουν με χαρά όλα αυτά τα χρόνια προσπάθειας και θυσίας. Ένιωσα τη χαρά τους μέσα από τις φωτογραφίες, αλλά ένιωσα και θλίψη, επειδή δεν τελείωσα το πτυχίο μου και δεν ήμουν εκεί μαζί τους πλάι-πλάι γιορτάζοντας μαζί αυτό το επίτευγμα.
Καθώς όμως τα σκέφτομαι όλα αυτά, αναρωτιέμαι: γιατί να νιώθω ενοχές που επέλεξα να ζήσω; Ναι, μου λείπει η οικογένειά μου, τα αγαπημένα μου μέρη, τα κατοικίδιά μου, η σταδιοδρομία μου, η προηγούμενη ζωή μου. Τι μπορούμε όμως να κάνουμε, όταν απλά δεν είναι δυνατόν να ζήσουμε στη χώρα μας; Όταν μας αναγκάζουν να φύγουμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;
Δεν αναφέρομαι μόνο στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Εννοώ τα πάντα. Μια χώρα με προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα, υψηλή ανεργία, συνεχώς υποτιμημένο νόμισμα, συστηματική και συστημική βία, υψηλά ποσοστά γυναικοκτονιών, εγκλήματα μίσους κατά της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, ηγέτες που σε αναγκάζουν να επιλέξεις ανάμεσα στο να πεθάνεις από την πείνα ή στο να δολοφονηθείς. Μια πληθώρα παραγόντων μας ωθούν να αναζητήσουμε νέους ορίζοντες ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή.
Για εμάς, όσα άτομα αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τη χώρα μας, μας αφαιρέθηκαν σχεδόν τα πάντα. Το μόνο που καταφέραμε να διατηρήσουμε ήταν οι ζωές μας, μόνο και μόνο για να ξεκινήσουμε από την αρχή. Και ακόμη και αυτό δεν αποτελεί εγγύηση. Έξω από τη χώρα, αντιμετωπίζουμε νέους αγώνες: ρατσισμό, ξενοφοβία, επισφαλή εργασία, θεσμική βία (όπως το να σε ταπεινώνουν δημόσιοι αξιωματούχοι κάθε φορά που ανανεώνεις τα έγγραφά σου), να αναλαμβάνεις οποιαδήποτε δουλειά μόνο και μόνο για να έχεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου και φαγητό στο τραπέζι. Αν έχεις καν τραπέζι και δεν ζεις σε μια καμαρούλα μια σταλιά 2×3 μέτρα.
Η αξία όσων μας αφαιρέθηκαν και συνεχίζουν να μας αφαιρούνται δεν μπορεί να μετρηθεί. Μας στερήθηκε το παρόν και το μέλλον: οι ενήλικες έχασαν την ευκαιρία να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν ειρηνικά. Τα παιδιά έχασαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν περιτριγυρισμένα από αγάπη και καθοδήγηση. Οι νέοι έχασαν το δικαίωμα στο όνειρο. Κάποιοι εξακολουθούν να χάνουν την ελευθερία τους, άλλοι τη ζωή τους. Αλλά αυτό που ενώνει τους πολίτες της Νικαράγουας, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας, είναι ότι μας στερήθηκε η ευκαιρία να ζήσουμε ειρηνικά.
Όταν ήμουν παιδί, ποτέ δεν ονειρευόμουν να ταξιδέψω σε μεγάλες πόλεις. Σήμερα, στα 27 μου, κλείνω επτά χρόνια ζωής εκτός Νικαράγουας. Έχω ζήσει σε πέντε χώρες τα τελευταία τρία χρόνια. Με όλο τον πόνο και τη θλίψη όσων άφησα πίσω μου, τώρα στέκομαι με αγάπη και ελπίδα για ό,τι μας περιμένει — γιατί αξίζουμε να αγαπάμε και να μας αγαπούν, να γιορτάζουμε κάθε νίκη (όσο μικρή κι αν είναι), να χαμογελάμε και να χαιρόμαστε, να χορεύουμε, να τραγουδάμε, να πίνουμε, να τρώμε, να κλαίμε, όταν χρειάζεται. Αλλά πάνω απ’ όλα, αξίζουμε να ανακτήσουμε από τους καταπιεστές μας την ευκαιρία που μας έκλεψαν: την ευκαιρία να ζήσουμε.
Σε όλους όσους ζουν εκτός της χώρας τους και διαβάζουν αυτό το κείμενο, σας στέλνω μια μεγάλη αγκαλιά. Ελπίζω να βρείτε ηρεμία και αγάπη, η ζωή να σας οδηγήσει σε καλύτερα μονοπάτια και να αγκαλιάσετε την απόφασή σας, γιατί η επιλογή να ζήσετε θα είναι πάντα η σωστή επιλογή.
Αυτό το άρθρο αποτελεί κομμάτι της Γέφυρας, που φιλοξενεί πρωτότυπη γραφή, απόψεις, σχολιασμούς και έρευνα μέσα από τη μοναδική οπτική γωνία της κοινότητας του Global Voices. · Όλα τα άρθρα