Η Ταϊβάν πραγματοποίησε προεδρικές εκλογές στις 11 Ιανουαρίου 2020 για να καθορίσει την πορεία του πολιτικού και οικονομικού της προσανατολισμού για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Μετά από έξι μήνες πολιτικής αναταραχής στο Χονγκ Κονγκ, που επηρέασαν την κοινή γνώμη για το νησί, οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε μια κρίσιμη στιγμή και αποκάλυψαν ένα βαθύ χάσμα μέσα στην κοινωνία της Ταϊβάν.
Οι τρεις υποψήφιοι στις εκλογές αντικατοπτρίζουν την πόλωση των ψηφοφόρων. Ενώ η τωρινή πρόεδρος και υποψήφια Τσάι Ινγκ-βεν από το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) ζητά περισσότερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικές, καθώς και οικονομικές αποστάσεις από την Κίνα, ο Χαν Κούο-Γιου του Κουομιντάνγκ έχει οικοδομήσει την πλατφόρμα του σε στενότερους δεσμούς με το Πεκίνο, ιδίως στο εμπόριο και επενδύσεις, και αντιπροσωπεύει το πιο συντηρητικό εκλογικό σώμα. Τέλος, ο υποψήφιος Τζέιμς Σόονγκ, ενώ ιστορικά είναι μέλος του Κουομιντάνγκ, έκτοτε διαχώρισε τη θέση του και δημιούργησε τη δική του ατζέντα, έναν συμβιβασμό μεταξύ του DPP και των θέσεων του Κουομιντάνγκ.
Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής εκστρατείας διαμορφώθηκε από τα κυρίαρχα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης και των σχέσεων με την Κίνα. Ενώ η οικονομία είναι γενικά σε καλή κατάσταση και σχεδόν επωφελείται από τον συνεχιζόμενο εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, υπάρχουν προκλήσεις λόγω του σχετικά χαμηλού μισθού και της αύξησης του κόστους ζωής σε μεγάλες αστικές περιοχές. Οι σχέσεις με το Πεκίνο είναι ένα διχαστικό θέμα, καθώς σχετίζονται με ζητήματα οικονομικής, αλλά και διπλωματικής ανεξαρτησίας, και με το ακόμη πιο ευαίσθητο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Άλλες βασικές ερωτήσεις στην εκστρατεία περιλαμβάνουν ηθικές και πολιτιστικές αξίες, το περιβάλλον και την αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης.
Διαβάστε τα άρθρα
Άρθρα για Εκλογές Ταϊβάν 2020
Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές της Ταϊβάν θα βάλουν ένα τέλος στη θανατική ποινή;
Η Ταϊβάν έχει επικυρώσει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που ζητά την κατάργηση της θανατικής ποινής, ενώ από τότε έχει εφαρμόσει τη θανατική ποινή σε 34 περιπτώσεις.