- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Βοσνιακή ταινία με εξαιρετικές κριτικές ταράζει τα μισοθαμμένα φαντάσματα της Σρεμπρένιτσα

Κατηγορίες: Ανατολική - Κεντρική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Η.Π.Α., Ολλανδία, Σερβία, Ιστορία, Κινηματογράφος, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Τέχνες - Πολιτισμός, Φύλο & ισότητα, Γέφυρα
[1]

Στιγμιότυπο από την ταινία “Quo Vadis, Aida?”. Φωτογραφία [2] από τη Βικιπαίδεια βάσει του κλιπ, [3] που δημοσίευσε το cineuropa.org από την σκηνοθέτιδα Γιασμίλα Ζμπάνιτς. Δίκαιη χρήση.

Η ταινία του Δανού σκηνοθέτη Τόμας Βίντερμπεργκ “Another Round” κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα φετινά Όσκαρ, αλλά δεν συζητήθηκε αυτή περισσότερο στο διαδίκτυο. Όχι στα Βαλκάνια, τουλάχιστον. Αυτή η τιμή ανήκει στην ταινία της Βόσνιας σκηνοθέτιδας Γιασμίλα Ζμπάνιτς για την ταινία “Quo Vadis, Aida? [4]” του 2020, μια εκπληκτικά αιχμηρή και μη μελοδραματική ταινία για τη γενοκτονία του 1995 [5], που πραγματοποίησε ο Σερβοβόσνιος Στρατός της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας στη Σρεμπρένιτσα [6].

Αγαπημένη από πολλούς κριτικούς, η ταινία τελικά έχασε το Όσκαρ, αλλά έχει αφήσει σαφώς το σημάδι της στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς και περιφερειακά και διεθνώς. Ο Kenneth Turan [7] των LA Times γράφει, για παράδειγμα:

Άρχισα να ρίχνω μια ματιά στον κατάλογο υποψηφιοτήτων για Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας και το συναισθηματικά και ηθικά συγκλονιστικό “Quo Vadis, Aida” της Βοσνίας με συντάραξε. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες υποψηφιότητες, αλλά καμία καλύτερη.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι και οι δυο Σέρβοι ηθοποιοί, η Jasna Đuričić, η οποία παίζει την Aida, και ο Boris Isaković (στο ρόλο του καταδικασμένου για εγκλήματα πολέμου Ράτκο Μλάντιτς [9]), έχουν δεχθεί επίθεση [10] στο Διαδίκτυο από εξτρεμιστές, επειδή συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε μια ταινία για ένα έγκλημα, για το οποίο η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Σερβία αρνείται ότι έλαβε χώρα.

Σέρβοι εξτρεμιστές πλημμύρισαν διάφορους κινηματογραφικούς ιστότοπους, όπως το IMDB [11] και το Rotten Tomatoes [12], με κακές κριτικές σε μια εκστρατεία “λάσπης”, που αντικατόπτρισε την αντίδρασή τους και στην πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Αντζελίνα Τζολί το 2012, στην ταινία “In the Land of Blood and Honey [13]” [Στη χώρα του αίματος και του μελιού]. Η ταινία της Τζολί ασχολήθηκε κι αυτή με τη φρίκη του Βοσνιακού Πολέμου, ιδίως με τα στρατόπεδα βιασμών [14], που διοικούσαν οι σερβοβόσνιες δυνάμεις, όπου Βόσνιες μουσουλμάνες και άλλες μη Σέρβες, νεαρά κορίτσια, καθώς και άνδρες και αγόρια [15], κακοποιήθηκαν σεξουαλικά και σωματικά. Σε μια συνέντευξή [16] της στον Guardian, η Τζολί θυμήθηκε ότι τόσο σε εκείνη όσο και στο καστ των ηθοποιών της είχαν σπάσει τα παράθυρα των αυτοκινήτων και δέχτηκαν διαδικτυακή εκστρατεία “λάσπης”, απειλές, παραβιασμένες τηλεφωνικές γραμμές και πολλά άλλα.

Αυτό είναι μέρος ενός μεγαλύτερου προβλήματος, καθώς η κουλτούρα της άρνησης είναι βαθιά ριζωμένη στη Σερβία και τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας. Όπως επεσήμανε [17] πέρυσι σε ένα άρθρο γνώμης ο Serge Brammetz, πρώην Γενικός Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY):

Leaders in the region have publicly denied the genocide, even calling Srebrenica a hoax and a lie. War criminals convicted by the ICTY are often hailed as heroes by prominent figures, while victims’ suffering is ignored, denied and disparaged.

Οι ηγέτες στην περιοχή έχουν αρνηθεί δημοσίως τη γενοκτονία, αποκαλώντας ακόμη και φάρσα και ψέμα τη Σρεμπρένιτσα. Οι εγκληματίες πολέμου, που καταδικάστηκαν από το ICTY, συχνά θεωρούνται ήρωες από εξέχουσες προσωπικότητες, ενώ τα βάσανα των θυμάτων αγνοούνται, αμφισβητούνται και υποτιμούνται.

Ο Brammetz επεσήμανε επίσης το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ύποπτων δραστών γενοκτονίας – συμπεριλαμβανομένων πολιτικών ηγετών και στρατιωτικών διοικητών – έχουν βρει καταφύγιο στη Σερβία.

Αυτή η κουλτούρα άρνησης σήμαινε επίσης ότι η ταινία της Ζμπάνιτς δεν θα μπορούσε να γυριστεί στην ίδια τη Σρεμπρένιτσα, καθώς ο σημερινός δήμαρχος της πόλης, Mladen Grujčič, είναι αρνητής της γενοκτονίας [18]. Επομένως, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στο Μόσταρ [19].

Η Ζμπάνιτς είχε μια παρόμοια εμπειρία στα γυρίσματα της ταινίας “For Those Who Can Tell No Tales [20]” [Για όσους δεν μπορούν να πουν ιστορίες] στο Βίσεγκραντ το 2012. Η ταινία βασίζεται στο έργο Seven Kilometers North-East  [21][Επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά] από την Αυστραλιανή ηθοποιό Kym Vercoe και τη διαμονή της στο Βίσεγκραντ και το ξενοδοχείο και το θέρετρο σπα Vilina Vlas [22]. Τόσο το Βίσεγκραντ όσο και το Vilina Vlas έχουν γίνει διαβόητα ως τόποι μερικών από τις χειρότερες φρικαλεότητες [23] κατά τη διάρκεια του Βοσνιακού πολέμου, με το Vilina Vlas να χρησιμοποιείται ως στρατόπεδο κράτησης και βιασμών [24] από τις σερβοβόσνιες δυνάμεις.

Σύμφωνα με την Ζμπάνιτς και την Vercoe, το συνεργείο της ταινίας δεν είπε στους κατοίκους [25] της πόλης τι ταινία γύριζαν:

We were advised by some not to do that. One of our screenwriters, Zoran, had to pretend to be a Serbian director shooting a completely different film.

Μας συμβούλευσαν κάποια άτομα να μην κάνουμε κάτι τέτοιο. Ένας από τους σεναριογράφους μας, ο Zoran, έπρεπε να προσποιείται ότι ήταν Σέρβος σκηνοθέτης, που γύριζε μια εντελώς διαφορετική ταινία.

Το “Quo Vadis Aida?” βασίζεται εν μέρει στο βιβλίο Υπό τη σημαία του ΟΗΕ: Η διεθνής κοινότητα και η γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα [26] του Hasan Nuhanović. Ως υπάλληλος του ΟΗΕ και των Κάτω Χωρών, ο Nuhanović επέζησε από τη γενοκτονία, ενώ ο αδερφός, η μητέρα και ο πατέρας του δεν έλαβαν άδεια από τους Ολλανδούς να παραμείνουν στη βάση του ΟΗΕ. Αφού οι δυνάμεις των Σερβοβόσνιων κατέλαβαν τη βάση, συνέλαβαν την οικογένεια του Hasan, τους πήραν από εκεί και δεν τους ξανάδε κανείς ποτέ.

Ο Nuhanović και άλλοι επιζώντες είχαν επικρίνει μερικές από τις αποφάσεις, που έλαβε η Ζμπάνιτς, λέγοντας ότι η πραγματικότητα της Σρεμπρένιτσα ήταν ακόμη χειρότερη από ό,τι απεικονίστηκε στην οθόνη, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων σκηνών στο τέλος της ταινίας. Ήταν επίσης απογοητευμένοι που η ταινία δεν έδειξε μια ευρύτερη εικόνα της βοσνιακής γενοκτονίας στην κοιλάδα Ντρίνα. Η Ζμπάνιτς, από την άλλη πλευρά, υπερασπίστηκε [27] τις αποφάσεις της λέγοντας ότι έπρεπε να παραλείψει πολλά για να μην χάσει την εστίαση του κοινού.

Απέφευγα σκόπιμα να παρακολουθήσω αυτήν την ταινία όσο μπορούσα, παρά το γεγονός ότι έχω περάσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες μελετώντας τη βοσνιακή γενοκτονία, διαβάζοντας αμέτρητα βιβλία, μαρτυρίες, δικαστικές αποφάσεις, παρακολουθώντας υλικό και γράφοντας για τις φρίκες της γενοκτονίας σε τρεις γλώσσες. Απλά δεν μπορούσα να την αντιμετωπίσω μέχρι το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν καθισα να την παρακολουθήσω, κάτι που λέει κάτι για τη δύναμη του μέσου.

Το “Quo Vadis, Aida?” είναι σίγουρα η καλύτερη δουλειά της Ζμπάνιτς, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να το παρακολουθήσεις. Η ταινία λειτουργεί τόσο άρτια, επειδή εστιάζει στον φόβο και τις ελπίδες όσων παγιδεύτηκαν στη βάση των Ηνωμένων Εθνών στο Ποτοτσάρι. Στον φόβο, επειδή ξέρουν τι είχαν κάνει στο παρελθόν ο Στρατός, οι αστυνομικές δυνάμεις και οι παραστρατιωτικοί της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας. Στις ελπίδες, γιατί έβλεπαν τον ΟΗΕ ως το τελευταίο καταφύγιο. Για τον θεατή, είναι σπαραχτικό, γιατί ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί.

Τα ολλανδικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών παρουσιάζονται σωστά ως επί το πλείστον καλοπροαίρετα, αλλά τελικά αναποτελεσματικά και απρόθυμα να αντισταθούν στον Μλάντιτς. Όπως επεσήμανε [28] ο Αμερικανός δημοσιογράφος David Rohde , οι Ολλανδοί στρατιώτες θα μπορούσαν να έχουν κάνει περισσότερα και να έχουν υιοθετήσει μια πιο σθεναρή στάση ενάντια στις δυνάμεις του Μλάντιτς μετά την πτώση της Σρεμπρένιτσα, χρησιμοποιώντας άλλες περιπτώσεις, όταν ο ΟΗΕ παρενέβη για να προστατεύσει άμαχους πολίτες, ως παράδειγμα. Αντ’ αυτού, οι Ολλανδοί παραμέρισαν και επέτρεψαν στον Μλάντιτς να κυριεύσει τη βάση τους. Λίγες ημέρες μετά την πτώση της Σρεμπρένιτσα, εμφανίστηκαν πλάνα από τις ολλανδικές δυνάμεις, που γιόρταζαν στο Ζάγκρεμπ, νιώθοντας ανακούφιση που κατάφεραν να γλιτώσουν. Την ίδια στιγμή, άνθρωποι, που έψαχναν καταφύγιο στη βάση των Ολλανδών στο Ποτοτσάρι, εκτελούνταν.

Το “Quo Vadis, Aida” είναι η πιο δύσκολη ταινία, που έχω δει εδώ και πολλά χρόνια. Έπρεπε να σταματήσω πολλές φορές. Πάνω απ’ όλα, είναι μια ταινία, που πρέπει να δει κάθε Ολλανδός/-ή ??. Κάθε. Ένας. Μας. Γιατί: δεν είναι τυχαίο ό,τι κάναμε εκεί. Ή τι δεν κάναμε.

Ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που έχω δει για τη γενοκτονία, το γερμανικό “Ο ουρανός πάνω από τη Σρεμπρένιτσα [33]” (Himmel über Srebrenica [34]), περιγράφει λεπτομερώς την προέλαση μέχρι την πτώση της πόλης, τις αεροπορικές επιδρομές, που υποτίθεται ότι θα σταματούσαν τις δυνάμεις του Μλάντιτς, αλλά δεν έφτασαν ποτέ, και την τελική παράδοση του ΟΗΕ και της “διεθνούς κοινότητας” στη Σρεμπρένιτσα και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με τον Μλάντιτς να ξεπροβοδίζει με δώρα τους Ολλανδούς, ενώ οι εκτελέσεις ήταν σε εξέλιξη.

Για όσους πιστεύουν ότι η Γιασμίλα Ζμπάνιτς δεν εστίασε αρκετά στην προδοσία και στη “διεθνή κοινότητα”, συνιστώ θερμά το παραπάνω ντοκιμαντέρ. Ωστόσο, είναι εξαιρετικό ό,τι κάνει στην ταινία της και δικαίως αναγνωρίζεται από κριτικούς και θεατές σε όλο τον κόσμο. Το σωστό να λέγεται. Εστιάζοντας στη μοίρα των θυμάτων, στο χωρισμό των μελών της οικογένειας, γνωρίζοντας ότι δεν θα ξαναδούν ποτέ ο ένας τον άλλο, και στη δυστυχία μιας μητέρας, που προσπαθεί απεγνωσμένα να σώσει την οικογένειά της, τους γιους και τον σύζυγό της από βέβαιο θάνατο, η Ζμπάνιτς δείχνει πώς μοιάζει μια γενοκτονία, τι σημαίνει να χάνεις όλους όσους αγαπάς, να ξεριζώνεσαι από όλα όσα ξέρεις και να μένεις μόνο με αναμνήσεις και θλίψη.