- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Νέοι νόμοι υπονομεύουν την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου στη Μοζαμβίκη

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Μοζαμβίκη, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών

Εφημερίδες που κυκλοφορούν στη Μοζαμβίκη | Λήψη: Dércio Tsandzana, χρήση με άδεια του συντάκτη – 23.08.2018

Στη Μοζαμβίκη παρατηρείται αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων στο βόρειο τμήμα της χώρας από τον Οκτώβριο του 2017, ειδικά στην επαρχία Κάμπο Ντελγάδο, δημιουργώντας μια παρατεταμένη περίοδο σύγκρουσης στην περιοχή. Δεν είναι σαφές τι κρύβεται πίσω από τις πράξεις βίας [1], αν και ορισμένοι συσχετίζουν την επιδείνωση των ζητημάτων φτώχειας ή την αύξηση του θρησκευτικού ριζοσπαστισμού ως τις κύριες αιτίες.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ “Cabo Ligado”, οι επιθέσεις στο Κάμπο Ντελγάδο έχουν ήδη προκαλέσει [2] περισσότερους από 2.000 θανάτους και έχουν εκτοπίσει πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Καθώς πλήττονται περισσότεροι άνθρωποι, αναδύεται επίσης μια συζήτηση σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες σε περιόδους σύγκρουσης. Έχει γίνει δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστες πληροφορίες για το τι συμβαίνει επί τόπου και η ασφάλεια των δημοσιογράφων απειλείται ολοένα και περισσότερο.

Μία από τις εμβληματικές [3] περιπτώσεις είναι αυτή του Ibrahimo Mbaruco, δημοσιογράφου που εξαφανίστηκε το 2020, ενώ εργαζόταν κάπου κοντά σε μια ζώνη συγκρούσεων. Ο Mbaruco εξαφανίστηκε [4] στις 7 Απριλίου περικυκλωμένος από τον Στρατό, όπως ενημέρωσε την οικογένειά του. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, οι Αρχές σιωπούν για την εξαφάνισή του.

Η κυβέρνηση είχε ήδη προσπαθήσει  [5]να ελέγξει τον τρόπο, με τον οποίο διαδίδονται πληροφορίες για την τρομοκρατία στη χώρα. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2020, ο πρόεδρος της Μοζαμβίκης, Φιλίπε Νιούσι, προκάλεσε [6] τις Ένοπλες Δυνάμεις της Μοζαμβίκης (FADM) να αποκαταστήσουν την ομαλότητα σε περιοχές της χώρας, που πλήττονται από συγκρούσεις. Επιτέθηκε συγκεκριμένα στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τη διάδοση παραπληροφόρησης σχετικά με το Κάμπο Ντελγάδο.

Περισσότερα από τρία χρόνια μετά την έναρξη των εκστρατειών για την τρομοκρατία, η Μοζαμβίκη ετοιμάζεται τώρα να εισαγάγει [7] τον νόμο για την καταστολή, την καταπολέμηση και την πρόληψη της τρομοκρατίας και συναφών ενεργειών, με στόχο την καταπολέμηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών για την τρομοκρατία στη χώρα. Αν και αυτοί οι νόμοι θεωρούνται επίκαιροι, υπάρχουν ανησυχίες [8] στα ΜΜΕ. Η MISA-Μοζαμβίκη, μια περιφερειακή οντότητα για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, αμφισβήτησε [9] τις προθέσεις της κυβέρνησης πίσω από τη νομοθεσία:

Apesar de um instrumento oportuno e cuja aprovação ampliará a salvaguarda da soberania nacional, esta proposta emendada da lei contempla disposições que colidem com a Constituição da República e demais legislação, especialmente no capítulo das Liberdades de Expressão e de Imprensa.

O número 1 do artigo 19 do instrumento legal refere que “aquele que por qualquer meio, divulgar informação classificada no âmbito da presente Lei, é punido com a pena de prisão de 12 a 16 anos.” Esta disposição reveste-se, em si, de injustiça, ao penalizar o jornalismo assim como os cidadãos em geral, e não a quem tem o dever de salvaguardar o “Segredo de Estado”, no caso, o servidor ou funcionário público detentor de tal informação classificada.

O número 2 do mesmo artigo refere que aquele que intencionalmente difundir informação segundo a qual um acto terrorista foi ou é susceptível de ser cometido, sabendo que a informação é falsa é punido com a pena de prisão de 8 a 12 anos. Esta disposição apresenta-se bastante subjectiva e passível de diversas interpretações quanto à noção de “falsidade” da informação veiculada sobre uma presumível acção terrorista. De facto e objectivamente, a veracidade de informações de um presumível acto terrorista é verificável.

Αν και έγκαιρο όργανο, του οποίου η έγκριση θα διαφυλάξει την εθνική μας κυριαρχία, αυτό το τροποποιημένο νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις, που έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, ιδίως στο κεφάλαιο για την Ελευθερία της Έκφρασης και του Τύπου.

Το άρθρο 19 παράγραφος 1 της νομικής πράξης ορίζει ότι, “όποιο άτομο με οποιοδήποτε μέσο αποκαλύπτει πληροφορίες διαβαθμισμένες βάσει του παρόντος Νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση από 12 έως 16 έτη”. Αυτή η διάταξη είναι από μόνη της άδικη, καθώς τιμωρεί τη δημοσιογραφία, αλλά και τους πολίτες γενικότερα και όχι όσα άτομα έχουν καθήκον να προστατεύουν τα “Κρατικά Απόρρητα” σε αυτήν την περίπτωση, δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους που κατέχουν τέτοιες απόρρητες πληροφορίες.

Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι, όποιο άτομο εκ προθέσεως διαδίδει πληροφορίες για την εκδήλωση ή όχι τρομοκρατικής επίθεσης, γνωρίζοντας ότι οι πληροφορίες είναι ψευδείς, τιμωρείται με φυλάκιση από 8 έως 12 χρόνια. Η διάταξη αυτή είναι μάλλον υποκειμενική και υπόκειται σε διάφορες ερμηνείες ως προς την έννοια του “ψευδούς” των πληροφοριών, που διαδίδονται για εικαζόμενη τρομοκρατική ενέργεια. Στην πραγματικότητα, αντικειμενικά, η ακρίβεια των πληροφοριών για μια εικαζόμενη τρομοκρατική ενέργεια είναι επαληθεύσιμη.

Μετά από αυτές τις επικρίσεις, το Κοινοβούλιο άλλαξε [10] ελαφρώς τη διατύπωση ενός από τα άρθρα:

Aquele que, por dever legal, tiver custódia ou sendo funcionário ou agente do Estado aceder à informação classificada por qualquer meio a divulgar, no âmbito da presente Lei, é punido com a pena de prisão de 12 a 16 anos.

Όποιο άτομο, κατά νόμιμο καθήκον, έχει την επιμέλεια ή είναι υπάλληλος ή πράκτορας του Κράτους και έχει πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, που μπορούν με κάθε μέσο να δημοσιοποιηθούν, στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση από 12 έως 16 έτη.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η MISA-Μοζαμβίκη επαινεί την αλλαγή, μια ζοφερή διάθεση παραμένει [11] σε ορισμένα σημεία του ίδιου νόμου. Η περιφερειακή οργάνωση είπε:

Embora a redacção desta norma tenha evoluído, a mesma ainda manifesta sinais de alguma ambiguidade que podem resvalar na violação dos direitos e liberdades dos funcionários públicos, na medida em que não só criminaliza aquele que tem o dever legal de custódia ou de guardar a informação classificada, o que é compreensível, mas também qualquer funcionário ou agente do Estado.

Tal norma não é razoável, uma vez que este funcionário ou agente pode não estar sujeito a obrigação legal de custódia de informação classificada ou sequer saber que a informação que acedeu, por qualquer, meio é classificada. Esse rigor de custódia não deve ser generalizado a todos os funcionários ou agentes do Estado.

Αν και η διατύπωση αυτού του νόμου έχει αλλάξει, εξακολουθεί να παρουσιάζει σημάδια κάποιας ασάφειας, που μπορεί να οδηγήσουν σε παραβίαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς ποινικοποιεί όχι μόνο το πρόσωπο με τη νομική υποχρέωση να διατηρεί απόρρητες πληροφορίες, που είναι κατανοητό, αλλά και οποιονδήποτε αξιωματούχο ή πράκτορα του Κράτους.

Αυτό το άρθρο δεν είναι εύλογο, καθώς αυτός ο υπάλληλος ή ο πράκτορας ενδέχεται να μην υπόκειται σε νομική υποχρέωση φύλαξης διαβαθμισμένων πληροφοριών ή ακόμη και να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες, στις οποίες έχει πρόσβαση, με οποιοδήποτε μέσο, είναι διαβαθμισμένες. Αυτή η αυστηρότητα της επιμέλειας δεν πρέπει να γενικεύεται σε όλους τους υπαλλήλους ή κρατικούς πράκτορες.

Ελευθερία του Τύπου στη Μοζαμβίκη

Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, μια οργάνωση [12] που παρακολουθεί την ελευθερία του Τύπου σε όλο τον κόσμο, ανέφερε [13] ότι ένας σημαντικός αριθμός ΜΜΕ στη Μοζαμβίκη ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τις Αρχές ή τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος Frelimo, γεγονός που εμποδίζει σημαντικά την ανεξαρτησία τους. Ενώ η ελευθερία και η ανεξαρτησία των δημοσιογράφων υποτίθεται ότι κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, τον νόμο για τον Τύπο και το δικαίωμα στην ενημέρωση, η πραγματικότητα επί τόπου είναι διαφορετική. Η προαναφερθείσα νομοθεσία εφαρμόζεται ανεπαρκώς, καθώς το κράτος κινείται όλο και περισσότερο προς τον αυταρχισμό και την κρατική προπαγάνδα.

Για τον γενικό δείκτη ελευθερίας του Τύπου το 2022, η Μοζαμβίκη βαθμολογείται ως 116η στις 180 χώρες [13]. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα αναφέρουν ότι η εχθρική ρητορική και οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με 12 επιθέσεις το 2021. Σημειώνουν ότι είναι σχεδόν αδύνατο για τους δημοσιογράφους να εισέλθουν στα βόρεια της χώρας, χωρίς να κινδυνεύουν να συλληφθούν.