Λιβανέζος δημοσιογράφος καταδικάστηκε ερήμην για δυσφήμηση του Υπουργού Εξωτερικών και Μετανάστευσης Gebran Bassil σε ανάρτηση στο Facebook.
Δικαστήριο στην πόλη Μπαάμπντα του δυτικού Λιβάνου καταδίκασε τον Fidaa Itani σε τέσσερις μήνες φυλάκισης και πρόστιμο 10 εκατομμυρίων λιβανέζικων λιρών (περίπου 6.660 δολάρια) στις 29 Ιουνίου 2018.
Ο Fidaa Itani είναι δημοσιογράφος με θεματολογία τη Συρία και την προσφυγική κρίση.
Η εν λόγω δημοσίευση στο Facebook μόχλευσε μια πολύπλοκη κριτική πολιτικών και στρατιωτικών ενεργειών από διάφορους ισχυρούς παράγοντες στο Λίβανο. Ο Itani επέκρινε τις επιδρομές, που πραγματοποίησε ο στρατός του Λιβάνου, στο Αρσάλ πέρυσι, με αποτέλεσμα τον θάνατο Συρίων πολιτών. Επέκρινε επίσης τη συνεχή εθνικιστική ώθηση για την εξαναγκαστική απομάκρυνση των προσφύγων στα εδάφη του Λιβάνου.
Ο Itani εξέφρασε την ανησυχία του για το πολιτικό κόμμα του Λιβάνου και την μαχητική ομάδα Χεζμπολάχ. Ο Itani έχει αντιταχθεί δημοσίως στη στρατιωτική παρέμβαση της Χεζμπολάχ στη Συρία εξ ονόματος του καθεστώτος Άσαντ.
Λίγο αργότερα, οι δικηγόροι στρατού και προεδρίας κατέθεσαν αγωγή εναντίον του Itani. Πέρα από αυτό, άρχισε να δέχεται άμεσες απειλές από ανθρώπους, που συνδέονται με τη Χεζμπολάχ. Σύντομα, διέφυγε από τη χώρα και αυτοεξορίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε μια συνέντευξη με τη γαλλόφωνη λιβανέζικη εφημερίδα L'Orient de Jour, ο Itani εξήγησε ότι η αρχική αγωγή, που κατατέθηκε από δικηγόρους, που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τον πρόεδρο του Λιβάνου και το στρατό, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί και τώρα αντικαταστάθηκε από την αγωγή του Gebran Bassil.
Je ne sais pas comment la première action judiciaire a disparu, ni ce qui a été concocté dans ce cadre entre les services de renseignements de l’armée et le président de la République, ou encore le Hezbollah (également visé par le post, et dont les intimidations contre M. Itani sont derrière son départ pour Londres, NDLR). Il semble toutefois que Gebran Bassil se soit porté volontaire pour intenter une action à leur place.
Δεν ξέρω πώς εξαφανίστηκε η πρώτη νομική ενέργεια, ούτε τι “μαγειρεύτηκε” με την υπόθεση μεταξύ των υπηρεσιών της στρατιωτικής υπηρεσίας και του προέδρου της δημοκρατίας ή ακόμα και της Χεζμπολάχ. Παρόλο που φαίνεται ότι ο Gebran Bassil προσφέρθηκε εθελοντικά να ξεκινήσει μια δράση αντί αυτών.
Ο Itani είπε επίσης ότι δεν είχε λάβει επίσημη επιβεβαίωση της ποινής και άκουσε μόνο τα νέα από τα ΜΜΕ. Είπε επίσης στο Ίδρυμα Maharat, μια ΜΚΟ ελευθερίας λόγου, ότι ο υπουργός Bassil έχει καταθέσει συνολικά εννέα αγωγές εναντίον του, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής.
Αντιδρώντας στο Facebook και στο Twitter, ο Fidaa Itani ήταν, όπως αναμενόταν, επικριτικός στην απόφαση του δικαστή. Κοινοποιώντας ένα άρθρο που ανέφερε την ποινή φυλάκισής του, σχολίασε: “Περισσότερη καταστολή και περισσότερη ληστεία”.
Η ποινή του Itani αναφέρθηκε, επικρίθηκε και καταγγέλθηκε από ορισμένους λιβανέζικους και διεθνείς οργανισμούς.
Σε email που στάλθηκε σε δημοσιογράφους, ο Bassam Khawaja, ερευνητής του Λιβάνου στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δήλωσε:
Sentencing a journalist to four months in prison for a critical Facebook post is an outrageous attack on free speech that lays bare the lack of meaningful protections for freedom of expression in Lebanon. Lebanon’s new parliament should act quickly to abolish laws that criminalize defamation, which are disproportionate, unnecessary, and violate international human rights law.
Η καταδίκη ενός δημοσιογράφου σε τέσσερις μήνες φυλάκισης για μια επικριτική δημοσίευση στο Facebook είναι μια εξωφρενική επίθεση εναντίον της ελευθερίας του λόγου, που καταδεικνύει την έλλειψη ουσιαστικής προστασίας για την ελευθερία έκφρασης στο Λίβανο. Το νέο κοινοβούλιο του Λιβάνου θα πρέπει να ενεργήσει γρήγορα για την κατάργηση των νόμων, που ποινικοποιούν τη δυσφήμηση, οι οποίοι είναι δυσανάλογοι, περιττοί και παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πράγματι, ο ποινικός κώδικας του Λιβάνου ποινικοποιεί τη δυσφήμιση και προβλέπει ειδικές διατάξεις κατά της προσβολής του προέδρου, της σημαίας και άλλων δημόσιων αξιωματούχων. Ο στρατιωτικός κώδικας της χώρας ποινικοποιεί την “προσβολή της σημαίας ή του στρατού”. Αυτά τα αδικήματα τιμωρούνται με πρόστιμα και φυλάκιση και δεν προσφέρουν ιδιαίτερη εξαίρεση για δημοσιογραφικό έργο.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Freedom House το 2016 για τον Λίβανο:
Lebanese journalists complain that media laws are chaotic, contradictory, and ambiguously worded. Provisions concerning the media, which justify the prosecution of journalists, can be found in the penal code, the Publications Law, the 1994 Audiovisual Media Law, and the military justice code.
Οι Λιβανέζοι δημοσιογράφοι παραπονιούνται ότι οι νόμοι των μέσων ενημέρωσης είναι χαοτικοί, αντιφατικοί και διφορούμενοι. Οι διατάξεις σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης, που δικαιολογούν τη δίωξη δημοσιογράφων, περιλαμβάνονται στον ποινικό κώδικα, στον νόμο περί δημοσιεύσεων, στον νόμο περί οπτικοακουστικών μέσων του 1994 και στον κώδικα στρατιωτικής δικαιοσύνης.
Αυξανόμενη πίεση στην ελεύθερη έκφραση στον Λίβανο
Στο νομικό τοπίο του Λιβάνου, οι δικαστικές υποθέσεις εναντίον δημοσιογράφων δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά παρόμοια περιστατικά έχουν πολλαπλασιαστεί τους τελευταίους μήνες, με ένα πασάλειμμα κατηγοριών εναντίον δημοσιογράφων, οικοδεσποτών τηλεοπτικών εκπομπών και σχολιαστών.
Στις 24 Ιανουαρίου 2018, ο τηλεοπτικός κωμικός παρουσιαστής Hisham Haddad διώχθηκε για αστεία εις βάρος του Πρωθυπουργού Χαρίρι και του Σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν.
Τον Μάρτιο του 2018, ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας Lebanon Debate καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών και πρόστιμο 10 εκατομμύρια λίρες Λιβάνου, αφότου κρίθηκε ένοχος για λίβελο σε αγωγή, που άσκησε ο Γενικός Διευθυντής Τελωνείων.
Τον Νοέμβριο του 2017, ο εξέχων Λιβανέζος παρουσιαστής Marcel Ghanem διώχθηκε για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης, αφού αντιστάθηκε στις κατηγορίες εναντίον δυο από τους φιλοξενούμενούς του, και οι δυο δημοσιογράφοι Σαουδάραβες, οι οποίοι αποδοκίμασαν τον Λιβανέζο Πρόεδρο Αούν και τον Υπουργό Μπασίλ ως “συνεργάτες της Χεζμπολάχ στην τρομοκρατία”. Η υπόθεση κατά του Ghanem καταρρίφθηκε.
Σε άλλο άρθρο του L'Orient Le Jour, ο Marcel Ghanem αναφέρθηκε να λέει ότι οι συλλήψεις των δημοσιογράφων και οι καταδίκες τους ήταν το αποτέλεσμα της “φίμωσης, που ασκούν οι κυβερνητικές δυνάμεις υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας ή του Ισραήλ”.
Αλλά οι εισαγγελείς δεν είναι οι μόνες νομικές οντότητες, που φέρουν κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης. Στις 10 Ιανουαρίου 2018, το περίφημο σκληρό στρατιωτικό δικαστήριο του Λιβάνου καταδίκασε ερήμην την Λιβανέζα δημοσιογράφο και ερευνήτρια Hanin Ghaddar για δυσφήμηση του στρατού του Λιβάνου σε συνέδριο στις ΗΠΑ το 2014. Η ποινή της αργότερα αποσύρθηκε.
Δέκα ημέρες αργότερα, η στρατιωτική υπηρεσία άσκησε διώξη στον συνήγορο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ovada Yousef για αναρτήσεις στο Facebook. Ο Yousef είπε στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι ήταν υπό κράτηση από το στρατό και την αστυνομία για τέσσερις ημέρες.
Το Ίδρυμα Maharat, μια ΜΚΟ για τα μέσα ενημέρωσης και την ελευθερία του λόγου, ζήτησε από τις δικαστικές Αρχές του Λιβάνου να λάβουν υπόψη το δικαίωμα της κριτικής κατά δημοσίων προσώπων:
تطالب “مهارات” المجلس النيابي الجديد بالتسريع لإقرار الاصلاحات التي تقدمت به مهارات مع النائب غسان مخيبر وأبرزها الغاء عقوبة الحبس ومنع التوقيف الاحتياطي عن كل من يعبر عن رأيه بأي وسيلة ضمنها الانترنت وتوسيع مفهوم نقد الشخص العام.
Το Maharat καλεί επίσης το νέο κοινοβούλιο να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, που εισήγαγε με τον βουλευτή Ghassan Mukhaiber, κυρίως την κατάργηση της ποινής φυλάκισης και την προληπτική κράτηση οποιουδήποτε εκφράζει τη γνώμη του με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, διευρύνοντας την έννοια της δημόσιας κριτικής.
Ο χρόνος θα δείξει εάν η πρωτοβουλία τους ισοδυναμεί με πραγματική αλλαγή στο περιβάλλον του ελεύθερο λόγου της χώρας.