Η Daria Krivonos είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Η γνώμη της σχετικά με τις διαφορές μεταξύ μετασοσιαλισμού και μεταποικιοκρατίας στο πλαίσιο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην πλατφόρμα LeftEast και μια επεξεργασμένη έκδοση δημοσιεύτηκε στο Global Voices με άδεια.
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αυξανόμενη τάση μεταξύ μελετητών και ακτιβιστών στην Ανατολική Ευρώπη να κάνουν παραλληλισμούς μεταξύ του «μεταποικιακού» και του «μετασοσιαλιστικού». Όπως υποστηρίζει ο δημοσιογράφος Adem Ferizaj στην πρόσφατη κριτική του, η χρήση μεταποικιακών προσεγγίσεων στο πλαίσιο του μετασοσιαλισμού «οδηγεί στην εσφαλμένη αναλογία ότι ο μετασοσιαλισμός είναι λίγο πολύ η μεταποικιοκρατία όλων των πληθυσμών, που επλήγησαν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου». Η απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε νέα ώθηση σε αυτή τη συζήτηση. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της Ουκρανίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ως πρώην σοβιετικές/ρωσικές αποικίες οδήγησε μερικές φορές σε κάποιες προσδοκίες ότι οι χώρες του παγκόσμιου Νότου θα γίνονταν αλληλέγγυες με την Ουκρανία. Η λογική ακολουθεί ότι η εμπειρία της αποικιοκρατίας και της καταπίεσης θα πρέπει να εμπνεύσει αλληλεγγύη σε όλη την Ουκρανία, την ανατολική Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο.
Ωστόσο, είναι ενδεικτικό ότι η κίνηση για την οικοδόμηση αλληλεγγύης και για την αναζήτηση αυτών των συνδέσεων ήταν μονής κατεύθυνσης και προήλθε κυρίως από την ανατολική Ευρώπη.
Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η εισβολή της Ρωσίας πρέπει να γίνει κατανοητή ως εθνικιστική και ιμπεριαλιστική και ότι η λευκή πλειοψηφία της Ρωσίας θα πρέπει να ξανασκεφτεί τη ρωσική ιστορία μέσα από το πρίσμα του ιμπεριαλισμού, ενώ οι μελετητές της περιοχής ασχολούνται με εκτενές έργο, που έχει συζητήσει την εφαρμογή του “αποικιακού” στην περίπτωση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας/Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι πού μας αφήνει η συζήτηση για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό σε σχέση με τους παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες και ποια θα ήταν τα αίτια για να αναζητήσουμε αλληλεγγύη με τις (πρώην) αποικίες σε άλλα μέρη του κόσμου; Σε αυτό το δοκίμιο, προτείνω ότι το άλμα στην οικοδόμηση αναλογιών μεταξύ μεταποικιοκρατίας και μετασοσιαλισμού μπορεί να είναι πολύ γρήγορο και, τουλάχιστον, απαιτεί την εξέταση της ενεργού συμμετοχής της περιοχής στην αστυνόμευση των φυσικών και συμβολικών συνόρων της «Ευρώπης».
«Επιστροφή στην Ευρώπη» και αστυνόμευση των συνόρων της ΕΕ
Όπως σημειώνουν κριτικοί μελετητές του μετασοσιαλισμού, μια από τις αφηγήσεις, μέσω των οποίων έγινε κατανοητή η μετά το 1989 εποχή από τις ελίτ της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, ήταν η ιστορία μιας «επιστροφής στην Ευρώπη». Ένα αφήγημα, ως μια απελευθέρωση από τη σοβιετική κατοχή/αποικιοκρατία, τον «οριενταλιστικό μπολσεβικισμό» και μια επιστροφή στον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» και μια «κοινή ευρωπαϊκή οικία».
Η υπογράμμιση της έμφυτης ευρωπαϊκότητας έχει γίνει η προτεραιότητα για πολλούς λόγους ταυτότητας στην περιοχή. Οι έννοιες της Ευρώπης και της ευρωπαϊκότητας έγιναν και πάλι κεντρικές στην αφήγηση του πολέμου στην Ουκρανία: οι πολίτες της Ουκρανίας όχι μόνο υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να υπάρχουν ως έθνος, αλλά παλεύουν για τις «ευρωπαϊκές αξίες», οι οποίες υποτίθεται ότι πρέπει να ενισχύσουν την υποστήριξη της Ουκρανίας. Αυτό το πλαίσιο υποδηλώνει επίσης ότι οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας είναι εγγενώς ευρωπαϊκές, γεγονός που παραβλέπει τους αγώνες για τις ίδιες ακριβώς αξίες σε έναν μη ευρωπαϊκό κόσμο. Η έκκληση στις «ευρωπαϊκές αξίες» ήταν επίσης ορατή στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης τραγωδίας και της εγκεκριμένης βίας στα σύνορα Πολωνίας και Λευκορωσίας, όπου ορισμένοι ακτιβιστές υποστήριξαν ότι η Πολωνία πρέπει να ασπαστεί τις «ευρωπαϊκές αξίες» για τους αιτούντες άσυλο από το πάγωμα και την πείνα στο δάσος, παρόλο που κάποιος θα υποστήριζε ότι είναι ακριβώς η αξία της «υπεράσπισης του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας» που καταδικάζει τους ανθρώπους σε θάνατο το δάσος και η θάλασσα.
Τι συνεπαγόταν όμως η επιστροφή στην «ευρωπαϊκή οικία» για όσους έγιναν κράτη μέλη της ΕΕ; Μεταξύ άλλων, η λεγόμενη «ανατολική διεύρυνση» (στην πραγματικότητα, ένας προβληματικός όρος από μόνη της) στην ΕΕ έθεσε νέες προκλήσεις για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, θεωρώντας ότι τα νέα κράτη μέλη έπρεπε να γίνουν υπεύθυνα για την εσωτερική ασφάλεια της ΕΕ. Τα υπό ένταξη κράτη της Ανατολικής Ευρώπης πρέπει να θεωρηθούν ζωτικής σημασίας για τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης. Ως αποτέλεσμα, τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ έπρεπε να αλλάξουν τις νομοθετικές ρυθμίσεις τους με ολοένα και πιο περιοριστικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επανεισδοχής, που έγιναν μέσα που επέτρεψαν την απομάκρυνση αλλοδαπών από την επικράτεια ενός κράτους, που τώρα ανήκει στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, η ικανότητα για αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων ήταν ζωτικής σημασίας για την ένταξη στην ΕΕ, η οποία διοχέτευσε σημαντικά κεφάλαια για τη στήριξη της υποδομής και της επιχειρησιακής ικανότητας των συνοριοφυλάκων για την προετοιμασία τους για τη νέα τους ευθύνη να περιπολούν τα ανατολικά εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Στον απόηχο της αποκαλούμενης «προσφυγικής κρίσης» της Ευρώπης το 2015, πολλές χώρες στην Ανατολική Ευρώπη αρνήθηκαν να δεχτούν πρόσφυγες με ποσοστώσεις ισχυριζόμενες ότι «δεν είχαν ποτέ αποικίες» και επομένως δεν έχουν καμία ευθύνη για τις κληρονομιές της δυτικής αποικιοκρατίας. Το καλοκαίρι του 2022, η Πολωνία, με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ολοκλήρωσε ένα χαλύβδινο τείχος μήκους 186 χιλιομέτρων στα σύνορά της με τη Λευκορωσία για να απελάσει αιτούντες άσυλο από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, για να αναφέρουμε μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα συνεχιζόμενων βίαιων απωθήσεων στα σύνορα της ΕΕ. Τα ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα της ΕΕ έχουν γίνει έτσι χώροι παρακολούθησης και φυλάκισης παράνομων μεταναστών. Σε αυτό το πλαίσιο οι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Ανατολική Ευρώπη είναι μια περιφερειακή επέκταση της αποικιοκρατίας της Ευρώπης.
Η εθνογραφική εργασία, που διεξήχθη μεταξύ των συνοριοφυλάκων στη Λετονία, αποτυπώνει αυτό το φαινομενικά «παράδοξο της ευρωπαϊκότητας»: ενώ οι συνοριοφύλακες των νέων συνόρων της ΕΕ εκπαιδεύτηκαν ώστε να γίνονται «ανεκτικοί» και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με τις «ευρωπαϊκές αξίες», ταυτόχρονα είχαν ως καθήκον να σταματήσουν τη μετακίνηση όσων απειλούσαν τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής».
Διαβάστε περισσότερα: Γιατί οι δυτικές κυβερνήσεις αναθέτουν όλο και πιο συχνά τον έλεγχο των συνόρων στην τεχνητή νοημοσύνη; Συνέντευξη με την Petra Molnar
Αυτό το παράδοξο δεν είναι τόσο παράλογο όσο μπορεί να φαίνεται: ο ευρωπαϊκός μηχανισμός μετανάστευσης είναι ένας χώρος βίας ακριβώς λόγω των δεσμεύσεών του στη φιλελεύθερη πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες δεν προορίζονταν να επεκταθούν σε εκείνους από τον αποικισμένο κόσμο. Ένα άμεσο παράδειγμα είναι η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων (Σύμβαση του 1951), που συνδέεται σήμερα με την ίδια την ιδέα ενός οικουμενοποιημένου ανθρώπου, που φέρει δικαιώματα. Αρχικά, ωστόσο, η σύμβαση προοριζόταν να προστατεύει μόνο όσους είχαν εκτοπιστεί στην Ευρώπη πριν από το 1951.
Η ιδέα των καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τέθηκε σε δοκιμασία από το δικαίωμα της αίτησης ασύλου. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού εμποδίστηκε να θεωρηθεί πρόσφυγας. Μόνο μέσω της αντίστασης των αποικιακών κρατών που απέκτησαν την ανεξαρτησία και χρησιμοποίησαν τη γλώσσα της αντιαποικιοκρατίας έγινε η τροποποίηση της σύμβασης. Μόλις το 1967 ο ΟΗΕ απάντησε σε αυτή την αντιαποικιακή αντίσταση υιοθετώντας το Πρωτόκολλο σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων («Πρωτόκολλο»), αφαιρώντας έτσι τη χωρική και χρονική εστίαση.
Αυτό δεν είναι απλώς μια υπενθύμιση ότι οι σημερινές βίαιες απωθήσεις πέρα από τα σύνορα της ΕΕ δεν αποτελούν ούτε πρόσφατη εξέλιξη ούτε εξαίρεση από την περιορισμένη δυνατότητα εφαρμογής του «καθολικού». Δείχνει επίσης τις μεγαλύτερες κληρονομιές στις οποίες εντάσσονται τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, όταν επιβεβαιώνουν την ευρωπαϊκότητά τους και γίνονται νέοι αστυνομικοί των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Αυτή η προοπτική τοποθετεί αυτά τα έθνη-κράτη όχι μόνο σε σχέση με την ΕΕ και τη Ρωσία, αλλά και σε σχέση με το παγκόσμιο πλαίσιο της αποικιοκρατίας της μετανάστευσης, των συνόρων και της φυλής.
Διεκδικώντας τη λευκότητα
Η συζήτηση για την αποικιοκρατία στην περιοχή, ειδικά εάν είναι απομονωμένη από παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες, μπορεί επίσης να παρακάμψει εύκολα τα φυλετικά ζητήματα και την επιθυμία να επιβεβαιωθεί ότι ανήκει στην ευρωπαϊκή λευκότητα. Στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να κάνει με ασφάλεια μεταποικιακές μελέτες χωρίς ποτέ να αντιμετωπίζει κριτικά ζητήματα φυλής, μια σημαντική συζήτηση που λείπει σε μεγάλο βαθμό στην πρόσφατη συζήτηση για τη μεταπολίτευση στην περιοχή. Η εθνογραφική μου εργασία έδειξε ότι οι μετανάστ(ρι)ες εργαζόμενοι/ες, που προέρχονται από μετασοβιετικές χώρες, επιλέγουν συχνά την ευρωπαϊκότητα και τη λευκότητα αντί της τάξης και τους αγώνες ενάντια στην εκμετάλλευση και τις κακές συνθήκες εργασίας ως βάση για αλληλεγγύη με άλλους αρνητικά ρατσιστικοποιημένους εργάτες.
Όταν αντιμετώπισαν την αποπροσαρμογή των δεξιοτήτων και την κοινωνική υποβάθμιση στη μετανάστευση, πολλοί μου είπαν ότι άξιζαν περισσότερο την κοινωνική πρόοδο από άλλους μη λευκούς, καθώς ήταν «μορφωμένοι, Ευρωπαίοι και λευκοί». Πριν από την ολική εισβολή, ορισμένοι Ουκρανοί μετανάστες, που ζούσαν στην Πολωνία, μίλησαν για την επιθυμία τους να μετακινηθούν πιο «δυτικά», στην «σωστή» Ευρώπη (βλέπε Γερμανία) και μίλησαν για την «εισροή» προσφύγων από τη Μέση Ανατολή ως πραγματικότητα, που τάραξε την εικόνα τους για το πώς θα έπρεπε να είναι η «Ευρώπη». Αυτό δεν είναι διαφορετικό από πολλούς άλλους μετανάστ(ρι)ες από την Ανατολική Ευρώπη, που αναπαράγουν τον κανόνα της λευκότητας, όταν οι ίδιοι ρατσιστικοποιούνται αρνητικά.
Η ενασχόληση με τη μεταπολίτευση στο πλαίσιο του μετασοσιαλισμού μπορεί εύκολα να γίνει επιλεκτική και ένα βολικό εργαλείο από μόνη της για την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκότητας και της λευκότητας έναντι της «Ασιατικής Αυτοκρατορίας», όταν αποσυνδεθεί από τους παγκόσμιους αντιαποικιακούς αγώνες και το παγκόσμιο ζήτημα της φυλής . Η επιθυμία να αναγνωριστεί κανείς ως λευκός στη διαδικασία απελευθέρωσης από τη ρωσική αποικιοκρατία αποκλείει την αλληλεγγύη με άλλους αντιαποικιακούς αγώνες. Η γλώσσα της μεταπολίτευσης στην περιοχή μπορεί εύκολα να επικαλυφθεί με αξιώσεις για λευκότητα και την επιθυμία να υποστηριχθούν οι «ευρωπαϊκές αξίες» που εκδιώκουν τους ανθρώπους από τα σύνορα της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, αν και η συζήτηση για την αποικιοκρατία γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή σε σχέση με τη Ρωσία, για πολλούς στην Ανατολική Ευρώπη το χειρότερο παράπτωμα είναι να συγκρίνονται με τον «τρίτο κόσμο».
Εναλλακτικές αφηγήσεις
Μια από τις διεξόδους είναι να απεικονιστεί η περιοχή όχι μόνο μέσω της φιλελεύθερης αφήγησης της «επιστροφής στην Ευρώπη», που επικρίθηκε εκτενώς από πολλούς μελετητές στην Ανατολική Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, που σήμαινε, μεταξύ άλλων, την αγκαλιά του βίαιου συνοριακού μηχανισμού της ΕΕ, αλλά και μέσα από τις ιστορίες του διεθνισμού του «δευτέρου-τρίτου κόσμου» και των παγκόσμιων αντιαποικιακών αγώνων.
Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα για μια μετασοσιαλιστική νοσταλγία για μια σοσιαλιστική πρόοδο χωρίς αποικίες και αχρωματοψία. Στην πραγματικότητα, τα σοσιαλιστικά κράτη συχνά απέτυχαν να εξηγήσουν τη βία κατά των ρατσιστικών μειονοτήτων «στο εσωτερικό» τους. Αντί για αυτή τη γρήγορη ρομαντική επιστροφή, η επανεξέταση αυτών των ιστοριών μπορεί να είναι μια πρόσκληση για να τεθεί το ζήτημα της αλληλεγγύης μεταξύ των αντιαποικιοκρατών παγκοσμίως και να εξεταστεί η τρέχουσα συνενοχή της περιοχής με τη βία κατά του παγκόσμιου Νότου. Αυτό όχι μόνο απαιτεί την επανεξέταση των ιστοριών αυτών, που έχουν ονομαστεί «εναλλακτικές παγκοσμιοποιήσεις» – τις συνδέσεις μεταξύ «δεύτερου» και «τρίτου» κόσμου που παρέκαμψε τη Δύση – αλλά και να δούμε την περιοχή ως τοποθετημένη μέσα σε παγκόσμιες φυλετικές καπιταλιστικές τάξεις, στρατιωτικοποιημένα συνοριακά καθεστώτα και ιστορίες σκέψης με παγκόσμιους (αντι)αποικιακούς αγώνες.
Αυτή είναι η σκέψη σε όλες τις αντιαποικιακές εμπειρίες, που θα μπορούσε να μας καλέσει το ενδιαφέρον για τη μεταπολίτευση στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη ρωσική εισβολή. Καθώς η συζήτηση για το «μετααποικιακό» στην περιοχή γίνεται πιο δημοφιλής εντός και εκτός ακαδημαϊκών κύκλων, πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό να αποδώσουμε την περιοχή στο «λευκό περίβλημα» ως εκπλήρωση της προοδευτικής ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» σε βάρος αυτών που τρέχουν να γλιτώσουν από τις ίδιες ρωσικές βόμβες, που πέφτουν πιο μακριά από την «Ευρώπη».