Το άρθρο αυτό αρχικά δημοσιεύτηκε στο Syria Untold, ένα ανεξάρτητο πρόγραμμα αφήγησης ιστοριών που εξερευνά τον αγώνα των Συρίων, και αναδημοσιεύεται στο Global Voices βάσει συμφωνίας ανταλλαγής περιεχομένου.
O Νουρ, φοιτητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, πουλούσε λουλούδια για να καλύψει τα έξοδά του το 2011. Ήταν 17 ετών και είχε όνειρο να φύγει από τη Συρία και να πάει σε μια άλλη χώρα να συνεχίζει τις σπουδές του.
Στο ξεκίνημα της επανάστασης το 2011, ο Nουρ πείστηκε ότι το τέλος του πολύχρονου καθεστώτος του Προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ ήταν κοντά και σύντομα οι Σύριοι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να ανοικοδομούνται ως μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία. Όπως και πολλοί άλλοι Σύριοι, ο Νουρ έβαλε τους προσωπικούς του στόχους σε παύση για το κοντινό μέλλον και σταμάτησε να πουλά τριαντάφυλλα για να χρηματοδοτεί τις σπουδές του. Αντ’ αυτού, μπήκε στους κόλπους του μη-βίαιου κινήματος αντίστασης απέναντι στον Άσαντ, κάτι που άλλαξε για πάντα τη ζωή του.
Μέρα με τη μέρα, το καθεστώς μετέτρεπε την επανάσταση σε πόλεμο και έπαιρνε μαζί του μια γενιά νέων ανδρών είτε μέσω υποχρεωτικής στράτευσης είτε δημιουργώντας συνθήκες για να μπουν στην ένοπλη αντίσταση.
Συνεπώς, ο Νουρ έπρεπε να κρύβεται και να πηγαίνει από μέρος σε μέρος, ενώ παράλληλα σχεδίαζε διαδηλώσεις. Την επόμενη χρονιά, ο πόλεμος μετατράπηκε από την αρχική καταστολή διαδηλώσεων στον εκτοπισμό ανθρώπων κατά τη διάρκεια στρατιωτικών εκστρατειών. Ο Νουρ προσπάθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά δεν μπορούσε. Μπήκε στη μαύρη λίστα της κυβέρνησης λόγω της συμμετοχής του σε ειρηνικές διαδηλώσεις και της άρνησής του για στρατιωτική θητεία.
Ο πόλεμος εντάθηκε στην Ντούμα, μια πόλη σε απόσταση έξι μιλίων από τη Δαμασκό. Οι δυνάμεις του Άσαντ προέβησαν σε πλήρη πολιορκία της πόλης, ξεκινώντας στις 25 Οκτωβρίου 2012, που γινόταν σε συνδυασμό με αεροπορικές εκστρατείες και πλήρη αποκλεισμό. Ο Νουρ, ο ανθοπώλης, άρχισε να μυρίζει το θάνατο σε κάθε γωνιά, βλέποντας πυραύλους να σκοτώνουν τους πάντες μέσα στα κτίρια. Οι ερωτήσεις που άρχισε να κάνει περιορίζονταν σε οπλισμό και θάνατο: “Είναι πύραυλος εδάφους-εδάφους; Ή βαρέλι βόμβα; Φοβάμαι να πεθάνω κάτω από τα ερείπια;”
Μιας και ο Νουρ δεν πουλούσε πλέον λουλούδια, βρήκε άλλη δουλειά. Έμαθε φωτογραφία. Έμαθε τη νέα αυτή δεξιότητα, προκειμένου να δείξει στον κόσμο τι συμβαίνει στην Ντούμα. Για τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους που αντιμετωπίζουν καθημερινά αυτές τις τραγωδίες, ο Νουρ συνεχίζει να κάνει αυτή τη δουλειά μέχρι και σήμερα.
Ο Νουρ έχει ακόμα ελπίδα για σωτηρία: κράτησε ζωντανά τα όνειρα και τα σχέδιά του για το μέλλον, παρά τις τραγωδίες που είδε κατά τον πόλεμο. Τα τελευταία πέντε χρόνια γέρασαν την ψυχή του περισσότερο από ό,τι τα πραγματικά του χρόνια. Ζώντας στην πολιορκούμενη Ντούμα για τρία χρόνια, δεν ελπίζει παρά μονάχα να δει μια μέρα τα όνειρά του να παίρνουν ξανά ζωή.