Το άρθρο αυτό από τον Marco Werman για το The World ως τμήμα της σειράς Owning It αρχικά δημοσιεύτηκε στο PRI.org στις 16 Δεκεμβρίου 2015 και αναδημοσιεύεται εδώ βάσει συμφωνίας ανταλλαγής περιεχομένου.
Είναι μια μέρα οδήγηση από την πρωτεύουσα της Κένυας, Ναϊρόμπι, μέχρι την Twala στην κομητεία Laikipia. Τα τελευταία 50 μίλια είναι ένας σκονισμένος δρόμος και μετά φτάνεις στη φάρμα Twala Cultural Manyatta. Μοιάζει με όαση. Από τη στιγμή που περνάς την πύλη, η φρέσκια μυρωδιά πρασινάδας έρχεται σε αντίθεση με την ξηρασία που έχεις αφήσει πίσω σου.
Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μου κάνουν δυο ντουζίνες γυναίκες Μασάι σε σειρά, μπροστά στον τοίχο του κτιρίου, στολισμένες με κοσμήματα από χάντρες σε φανταχτερά χρώματα. Το δευτερόλεπτο που ανοίγει η πόρτα του αυτοκινήτου μου, ξεκινάνε να τραγουδούν.
Ρώτησα πόση δημοσιότητα έχουν λάβει. “Όχι πολλή”, ήταν η απάντηση του Joseph Lentunyoi, αγρονόμου από το Laikipia Permaculture Project. Έχει διαδραματίσει ζωτικό ρόλο με πολλούς τρόπους στην επιτυχία των γυναικών στην Twala.
Με ή χωρίς διασημότητα, είναι πρόθυμες να μιλήσουν για το τι έχουν καταφέρει στην Twala Cultural Manyatta. Σε τέσσερα χρόνια, οι 140 γυναίκες μετέτρεψαν σε μοντέλο αειφόρου γεωργίας μια κορεσμένη έκταση γης — μόλις 40 εκτάρια, ηχώ της ψεύτικης υπόσχεσης για ιδιοκτησία σε απελεύθερους δούλους μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Εξάλλου, οι στατιστικές υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες έχουν ιδιοκτησία μόνο το 1% της γης στην Κένυα, αν και βρίσκουν μόνες τους τα ξύλα για το τζάκι, οργώνουν τα χωράφια, βγάζουν νερό από τα πηγάδια, ανατρέφουν παιδιά και ακόμα περισσότερα.
Εδώ όμως, πριν από 15 χρόνια και περισσότερο, οι γυναίκες αυτο-οργανώθηκαν στην Twala Cultural Manyatta (“manyatta” σημαίνει “οικισμός” ή “κατασκήνωση” στη γλώσσα μαασάι), και πίεσαν τους συζύγους τους και τους άνδρες στα χωριά τους να τους παραχωρήσουν λίγη γη. Πήραν αυτό το απολειφάδι, τα 40 εκτάρια. Και άρχισαν να δουλεύουν. Λένε πως στους άνδρες τους αρέσει αυτό που βλέπουν.
Κι αυτό γιατί γυναίκες σαν την Florence Larpei και την Priscilla Lekootoot βγάζουν χρήματα καλλιεργώντας αλόη και πουλούν τα φύλλα στη βρετανική εταιρεία καλλυντικών Lush.
Επίσης βγάζουν μέλι. Και καλλιεργούν λαχανικά. Και ανατρέφουν γίδες. Ένα αειφόρο οικοσύστημα.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για μόνιμη καλλιέργεια. “Είναι ένα ανθρώπινο σύστημα, ένα σύστημα από κόσμο”, εξηγεί ο Letunyoi. “Είναι χωράφια, περιβάλλον και δίκαιη μοιρασιά. Πώς φροντίζουμε τους εαυτούς μας; Πώς αποκτάμε το φαγητό μας; Και διασφαλίζουμε ότι τα χωράφια μας δεν υποβαθμίζονται. Δε χρησιμοποιούμε χημικά λιπάσματα. Πρέπει να ψάξουμε για εναλλακτικούς τρόπους ζωής για όλους τους ντόπιους. Πρέπει να φροντίσουμε την καλλιέργεια και την κουλτούρα μας”.
Τα πήγα πραγματικά καλά με τον Letunyoi. Μου θύμιζε ένα Σενεγαλέζο αγρότη, που είχα γνωρίσει στο Τόγκο, όπου συμμετείχα εθελοντικά στο Ειρηνευτικό Σώμα, ο οποίος πίστευε σε αυτό το είδος αγροτικού συστήματος — μόνο που τότε, δεν είχε την ονομασία “μόνιμη καλλιέργεια”.
Όταν ο Letunyoi βοήθησε στη δημιουργία του εγχειρήματός του πριν από δυο χρόνια, αναφέρει πως δεν ήταν εύκολο να κηρύξει το ευαγγέλιο της μόνιμης καλλιέργειας στους Μασάι. Είναι ποιμενιστές – εκτρέφουν βοοειδή και γιδοπρόβατα — και δεν είναι ιδιαίτερα δεκτικοί στο να καλλιεργούν σπόρους.
Ανάμεσα στους Μασάι, όμως, λέει, “Οι γυναικείες ομάδες είναι εύκολο πιο συνεργαστούν, γιατί είναι ήδη οργανωμένες”, επισημαίνει. “Είναι φιλόδοξες και υπομονετικές”.
Τα φύλλα αλόης secundiflora ήταν ήδη γνωστά στους Μασάι ως γιατρειά σε πληγές, τρόπος αποπαρασίτωσης ζώων και ανθρώπων και ως πηγή ενός τοπικού κρασιού. Αυτό που χρειάζονταν οι γυναίκες, λέει ο Letunyoi, ήταν απλά μια μικρή ώθηση.
“Η αλόη καλλιεργούνταν ήδη και το ξέρουν, οπότε, όταν ρίξαμε την ιδέα της κατασκευής σαπουνιών, της πώλησης φύλλων σε εταιρείες και άλλα μέρη, ανταποκρίθηκαν πολύ γρήγορα και είπαν: ‘Ναι, αυτό ακριβώς θέλαμε, μια εναλλακτική στον ποιμενισμό'”.
Όταν η Lekootoot με ξενάγησε στα χωράφια αλόης στην Twala, το έκανε με τη λατρεία κάποιου, που είχε βρει το κλειδί για την πύλη ενός προσωπικού Παραδείσου. Εξάλλου, αυτό το χωράφι αλόης αποφέρει στις γυναίκες της Twala περισσότερα από 3.000 δολάρια κάθε χρόνο, διπλάσια και παραπάνω από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Κένυα.
Οι γυναίκες της Twala έχουν επικεντρωθεί σε κάτι συγκεκριμένο, έχουν όραμα, που περιλαμβάνει μελισσοκομία, καλλιέργεια του φαγητού που χρειάζονται, πώληση αλόης στην Lush και απόκτηση χρημάτων. Και κατάφεραν να διατηρήσουν και τους πολιτισμικούς τους συνδέσμους με τον ποιμενισμό.
Αποδεικνύει το τι μπορεί να συμβεί όταν αποκτάς οργάνωση και παίρνεις και μια μικρή ενίσχυση εκτός.