Tο ακόλουθο κείμενο αποτελεί μια εκδοχή δημοσίευσης συνεργάτη από τον OC Media.
H Τσετσενία, όπως και πολλές άλλες σύγχρονες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, γνώρισε την ερήμωση των ορεινών χωριών και την φυγή των ανθρώπων – κυρίως νέων – στις πόλεις στις πεδιάδες. Οι άνθρωποι συνήθως λένε ότι αφήνουν τα προγονικά χωριά τους αναζητώντας μια «καλύτερη ζωή». Η πραγματικότητα συχνά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μεταναστών, όμως, γιατί ακόμη κι η μεγαλύτερη πόλη της δημοκρατίας, το Γκρόζνι με τους λαμπερούς ουρανοξύστες του, συχνά αποτυγχάνει να τους προσφέρει αυτό που ψάχνουν.
Κατά τη διάρκεια της ενεργού φάσης των πολέμων στην Τσετσενία, σχεδόν όλα τα χωριά της Τσετσενίας ήταν πυκνοκατοικημένα. Σε μια προσπάθεια να σώσουν τη ζωή τους, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις εχθροπραξίες και τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, που απολάμβαναν ατιμωρησία. Μόνο οι πιο επίμονοι ή εκείνοι που προσπάθησαν να σώσουν τα σπίτια τους από λεηλασίες και πλιάτσικο, έμειναν στις πόλεις.
Πολλοί σαν κι αυτούς σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από βομβαρδισμούς ή στοχευμένες δολοφονίες. Πολλές οικογένειες έχασαν το στήριγμά τους εν μία νυκτί.
Τα χωριά δέχτηκαν όσους έτρεχαν να γλιτώσουν τους πολέμους στο παραδοσιακό πνεύμα της φιλοξενίας του Καυκάσου. Οι άνθρωποι φιλοξενούνταν σε σχολεία, παιδικούς σταθμούς και ιδιωτικά κτίρια.
Οι άνθρωποι από τις πόλεις θαύμασαν τη γενναιοδωρία τους και την αφθονία των τροφίμων στα τραπέζια. Όλα τα τρόφιμα προέρχονταν από τις τοπικές αγροικίες, συμπεριλαμβανομένου του κρέατος, για το οποίο οι βουνίσιοι στη δημοκρατία καυχιούνται ότι τρώνε τρεις φορές την ημέρα.
Η κατάσταση αλλάζει ριζικά
Περίπου 10-15 χρόνια πριν, η πλειοψηφία των Τσετσένων ζούσε σε ένα χωριό, αλλά γρήγορα έγινε στροφή προς την αστική ζωή. Κατά κανόνα, τα χωριά έχουν μεγάλες εκτάσεις γης, μερικές φορές έως και μισό εκτάριο. Αυτή η καλλιεργήσιμη γη ήταν αρκετή για να θρέψει πολλές οικογένειες. Επιπλέον, οι άνθρωποι εξέτρεφαν διάφορα ζώα: κοτόπουλα, χήνες, πάπιες, πρόβατα και αγελάδες. Όλα αυτά έκαναν αυτάρκεις τις οικογένειες των Τσετσένων ή τουλάχιστον λιγότερο εξαρτώμενοι από το κράτος.
Η γεωργία έχει διατηρηθεί στις ορεινές περιοχές, οι οποίες είναι απομονωμένες από τις πόλεις, αλλά σε οικισμούς που βρίσκονται σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από Γκρόζνι, πολλοί από τους κήπους έχουν γεμίσει αγριόχορτα.
Μερικές οικογένειες καλλιεργούν μικρά κομμάτια γης των δύο τετραγωνικών μέτρων με μαϊντανό, άνηθο και κρεμμυδάκια. Το υπόλοιπο της γης υφίσταται αγρανάπαυση και ο αριθμός των οικόσιτων ζώων που παραδοσιακά διατηρούν οι οικογένειες των Τσετσένων έχει μειωθεί. Αν και πριν κάθε οικογένεια της Τσετσενίας εξέτρεφε τουλάχιστον δύο αγελάδες που παρείχαν όλο το χρόνο γαλακτοκομικά προϊόντα, στις μέρες μας λίγοι γνωρίζουν πώς να αρμέγουν αγελάδα. Η σκοτεινή πλευρά της αστικοποίησης έχει φτάσει και στα χωριά της Τσετσενίας.
“Πρέπει να κρατά κανείς τις ρίζες του”
Η πλειοψηφία των βουνίσιων τώρα ζουν στις πεδιάδες. Μετά την προσαρμογή στη ζωή της πόλης, δεν μπορούν πλέον να φανταστούν τον εαυτό τους σε αγροτικό περιβάλλον. Η παλαιότερη γενιά είναι δυσαρεστημένη με αυτή την κατάσταση. Οι ηλικιωμένοι πιστεύουν ότι η ψυχή του έθνους έχει εξαφανιστεί. Το γέλιο των παιδιών έχει εξαφανιστεί από τα χωριά.
«Χωρίς τους ανθρώπους, τούτα εδώ είναι απλά χωράφια, όπως και οπουδήποτε αλλού. Οι άνθρωποι γεμίζουν μια περιοχή με νόημα και σκοπό. Η τρέχουσα τάση είναι κακή. Οι άνθρωποι αφήνουν τις γενέτειρές τους», είπε στο OC Media ο Vakha Musayev, ένας 70χρονος κάτοικος ενός χωριού στην επαρχία Σατόι.
Σύμφωνα με τον Musayev, οι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά τους με την ελπίδα ότι θα γίνουν πλούσιοι και θα μορφώσουν τα παιδιά τους. Δεν του αρέσει αυτή η κατάσταση.
«Πρέπει να κρατά κανείς τις ρίζες του. Χωρίς αυτές, τα παιδιά τους θα μετατραπούν σε ανθρώπους χωρίς φατρία και φυλή, αν χάσουν την επαφή με τη γενέτειρά τους», αναστέναξε ο γέρος.
Ο 52χρονος Movldi Aybuyev έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ένα από τα χωριά στην επαρχία Ουρούς-Μαρτάν της Τσετσενίας. Πήγε μόνο οκτώ χρόνια σχολείο και εργάζεται με τα ζώα από την παιδική του ηλικία. Ξέρει πολλά για τα άλογα και ο ίδιος υπερηφανεύεται για τις ακροβατικές του ικανότητες. Το 2004, έλαβε 350.000 ρούβλια (6.150 δολάρια) ως αποζημίωση για την καταστροφή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αγόρασε ένα αυτοκίνητο και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Γκρόζνι, το οποίο είχε προηγουμένως επισκεφθεί μονάχα μια-δυο φορές στη ζωή του.
Του άρεσε η νέα ζωή του στην πρωτεύουσα. Όταν ξέμεινε από χρήματα, άρχισε να εργάζεται ως οδηγός ταξί, ακόμα κι αν το αυτοκίνητό του είχε ήδη αρχίσει να σκουριάζει τότε.
Στο χωριό του, έχει μισό εκτάριο εύφορη γη, όλο γεμάτο αγριόχορτα. Σε καλύτερες μέρες, όταν οι γονείς του ήταν εν ζωή, η γη προσέφερε μεγάλη σοδειά πατάτας και σκόρδου. Τα χρήματα που κέρδιζε από την πώληση αυτών ήταν αρκετά.
Αλλά τώρα, ο Aybuyev λέει ότι η γεωργία είναι σκληρή δουλειά και ότι θέλει να έχει κάποια χαρά στη ζωή. Δεν τον πειράζει ότι πρέπει να πληρώνει κυριολεκτικά για τα πάντα στην πόλη. Έτσι συνεχίζει να ζει, περιμένοντας να τον προσλάβουν με συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
Φταίει εν μέρει το ελάττωμα της συστημικής διαφθοράς που οι άνθρωποι επιλέγουν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους για τις πόλεις.
Στις πόλεις, ένα άτομο μπορεί να καταχωρηθεί ότι έχει αναπηρία για ένα χρόνο ή ακόμα και διά βίου. Μια δωροδοκία της τάξης των 15-20.000 ρουβλίων (260-350 δολάρια) είναι αρκετή για να εξασφαλίσει κάτι τέτοιο, που μπορεί να εγγυηθεί ένα σταθερό εισόδημα. Αν όλα τα μέλη της οικογένειας καταχωρηθούν ως άτομα με ειδικές ανάγκες, το επίδομα είναι αρκετά υψηλό, ώστε να μη χρειαστεί να δουλέψουν ποτέ ξανά. Αλλά δεν υπάρχει τέτοιο κρατικό πρόγραμμα για την υποστήριξη των ανθρώπων που ζουν σε ορεινές περιοχές.
Δε θέλουν όλοι να ζήσουν στην πόλη
Την ίδια στιγμή, κάποιοι διατηρούν μια αγάπη για το αγροτικό παρελθόν τους. Η ιατρός και θεραπεύτρια Liza Asuyeva θυμάται την εποχή που η ίδια και η μητέρα της και τον αδελφό της ζούσαν στο χωριό και η γη που καλλιεργούσαν μπορούσε να θρέψει ολόκληρη την οικογένειά τους.
«Ένα χρόνο, φυτέψαμε πατάτες στο μικρό μας κομμάτι γης 400 τετραγωνικών μέτρων. Καταφέραμε να μαζέψουμε 21 σακιά υψηλής ποιότητας πατάτας. Είχαμε, επίσης, σκόρδο, κρεμμύδια και φασόλια. Είχαμε κοτόπουλο και πάπιες. Πουλούσαμε αυγά στους γείτονές μας, οι οποίοι δεν είχαν κοτόπουλο, αλλά πολλά παιδιά. Η μαμά μετέτρεψε επίσης ένα δωμάτιο σε νηπιαγωγείο για τα παιδιά των γειτόνων μας. Είχαμε χρήματα και μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα αυτοκίνητο, μπορούσαμε να αγοράσουμε ό,τι θέλαμε. Φυσικά, ήταν δύσκολη η δουλειά στα χωράφια. Η μαμά ξυπνούσε νωρίς το πρωί για να βγάλει τα σκουλήκια από τα πέταλα της πατάτας. Ποτέ δεν χρησιμοποίησε κανένα φυτοφάρμακο», λέει η Asuyeva για την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της.
Καθώς η ροή από τα χωριά στις πόλεις αυξάνεται, υπάρχει και μια στάλα προς την άλλη κατεύθυνση. Πλούσιοι επιχειρηματίες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι θεωρούν υψηλού κύρους την κατασκευή τεράστιων ανακτόρων στα προγονικά χωριά τους, ώστε να τα επισκέπτονται κατά καιρούς και να οργανώνουν μπάρμπεκιου για πολυάριθμους επισκέπτες με φόντο τα πανύψηλα βουνά. Βλέπουν αφ’ υψηλού από τα μπαλκόνια τους τα άδεια σπίτια και την κάποτε πυκνοκατοικημένη γη, τώρα γεμάτη αγριόχορτα, των οποίων οι ιδιοκτήτες έφυγαν σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.