Το όνομά μου είναι Safa. Γεννήθηκα πριν από 30 χρόνια. Σήμερα είμαι μητέρα τριών παιδιών: το μεγαλύτερο είναι πέντε ετών και το μικρότερο είναι λιγότερο από ενός έτους. Πριν από τρεις μήνες, οι δυνάμεις του Άσαντ σκότωσαν τον σύζυγό μου κατά τη διάρκεια του συνεχούς βομβαρδισμού της πόλης μας κοντά στην Τζομπάρ στην Ανατολική Γούτα. Τώρα είμαι μόνη, δυστυχισμένη και κουρασμένη.
Η ιστορία μου ξεκίνησε μια Πέμπτη. Μια Πέμπτη που χωρίζει τα χρόνια της πολιορκίας, του βομβαρδισμού και του θανάτου από το άγνωστο μέλλον στην άλλη πλευρά. Η ιστορία ξεκίνησε, όταν οι άντρες μας αποχαιρέτησαν και βάδισαν προς την πρώτη γραμμή. Μείναμε, γυναίκες και παιδιά, στην οπισθοφυλακή του μετώπου της Τζομπάρ. Δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να περιμένουμε, να αργοσβήνουμε από τους συνεχείς βάναυσους και φρικαλέους βομβαρδισμούς και να μετακινούμαστε συνεχώς για να γλιτώσουμε από το θάνατο.
Οι άνδρες επέστρεψαν μια Παρασκευή πρωί. Προηγήθηκε απογοήτευση, καθώς οι ηγέτες των διαφορετικών ομάδων είχαν ανακοινώσει την παράδοσή τους. Αυτό σήμαινε την παράδοση των ζωνών των ανταρτών στο καθεστώς Άσαντ και την αναγκαστική έξοδο από τα σπίτια μας. Είχαμε χάσει κάθε ελπίδα. Του να καταφέρουμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Να μπορούμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε στα χώματα που μας αγκάλιασαν από τότε που γεννηθήκαμε και υπήρξαν μάρτυρες των παιδικών μας χρόνων. Αναγκαζόμαστε να φύγουμε από μια πόλη που μας προσέφερε τα σχολεία της, τους καρπούς των οποίων είχαμε δρέψει. Στις γειτονιές της είχαμε παίξει, με τους κατοίκους της είχαμε γίνει φίλοι, στα κτίρια της εργαζόμαστε. Ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού και της αναχώρησης.
Έτσι έφτασε η στιγμή της αναχώρησής μας, χωρίς να μπορούμε εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε το πεπρωμένο μας, χωρίς να μας ρωτήσουν τι θέλαμε. Ίσως ορισμένοι από εμάς ήθελαν να φύγουν, όμως άλλοι ήθελαν να παραμείνουν στα σπίτια τους και να δεχτούν τη ζωή υπό τον έλεγχο του καθεστώτος που μας σκότωνε, μας εκτόπιζε, μας βασάνιζε και μας πολιορκούσε. Κανείς όμως δε μας ρώτησε τι θέλαμε, σαν να μην ήταν δικό μας το πεπρωμένο.
Έτσι, μας εκτοπίσανε αναγκαστικά, προκειμένου να διατηρήσουμε τις αρχές, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία μας. Αλλά αυτή η αδικία είναι οδυνηρή και καίει τη μνήμη μου. Ή ό,τι απόμεινε από αυτήν.
Οι δυνάμεις του Άσαντ πλησίασαν το σπίτι μας την Παρασκευή το απόγευμα. Εκείνο το πρωί, θάψαμε τον 14χρονο ξάδερφό μας, τον Mostafa. Συγκεντρώσαμε τα λίγα μας υπάρχοντα, έτοιμοι να φύγουμε. Όταν έφτασαν οι δυνάμεις του Άσαντ, οι αντάρτες αποσύρθηκαν, οι επίσημοι της πόλης εξαφανίστηκαν και μείναμε ολομόναχοι, αντιμετωπίζοντας το άγνωστο.
Έξω από το σπίτι, ο κόσμος κουβαλούσε τα υπάρχοντά τους και δεν ήξεραν πού να πάνε, κινούνταν χαοτικά σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Όλοι μας ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο: “Πού πηγαίνουμε; Πού βρίσκονται τα λεωφορεία;”.
Κατευθυνθήκαμε προς την Τζομπάρ, τη γη των προγόνων μου, τη γη που κατέστρεψε ο Άσαντ με τη δύναμη και τον εξοπλισμό του, τη γη που είχε αντισταθεί και εκφοβίσει για πολύ καιρό τούτες τις δυνάμεις, την πολιτοφυλακή και τους συμμάχους. Αυτή η σπλαχνική γη μας αγκάλιασε τις τελευταίες μέρες μας στην Ανατολική Γούτα.
Η βασανιστική αναζήτηση για τα λεωφορεία, που προορίζονταν για τους βίαια εκτοπισμένους, και για τρόπους να φύγουμε από την πόλη ξεκίνησε στην Τζομπάρ. Γνωρίζαμε ότι τα πράσινα λεωφορεία βρίσκονταν στην πόλη Αρμπίν και εκείνοι που ήθελαν να φύγουν έπρεπε να πάνε εκεί και να περιμένουν στους δρόμους για να έρθει η σειρά τους. Ένα σύννεφο αμφιβολίας είχε τυλίξει τα πάντα. Δεν υπήρχαν διαθέσιμες σαφείς πληροφορίες σχετικά με τι ρυθμίσεις ή προορισμοί υπήρχαν.
Στην Τζομπάρ μείναμε για τρεις ημέρες κοντά στους αγαπημένους μας μάρτυρες: το σύζυγο, τον αδελφό και τον ξάδελφό μου. Περάσαμε τις τελευταίες μέρες μας δίπλα στους τάφους τους, μιλώντας τους, κλαίγοντας για την απώλειά μας και λέγοντας αντίο. Συναντήσαμε συγγενείς και άλλους αγαπημένους μας εκεί, λέγοντας επίσης αντίο στους αγαπημένους τους, που ήτανε πλέον κάτω από το χώμα.
Πήγαμε στο Αρμπίν μέσω Ζαμάλκα. Οι σκηνές που παρακολουθήσαμε ήταν σπαραχτικές. Οι άνθρωποι κοιμόνταν στους δρόμους περιμένοντας το πεπρωμένο τους, χωρίς δύναμη.
Η πρόσβαση στα λεωφορεία διαπνεόταν από νεποτισμό. Ακόμη και σε μια τέτοια κατάσταση, η διαφθορά μας έλεγχε. Εγγραφήκαμε με τα ονόματά μας σε περισσότερες από μία παρατάξεις, φοβούμενοι ότι μπορεί να χάναμε την ευκαιρία για σωτηρία.
Μια συνοδεία λεωφορείων έφτασε στο Αρμπίν, σε μια περιοχή που ελέγχεται από μια από τις μαχητικές ομάδες στην Ανατολική Γούτα. Έτρεξα προς το μέρος τους κουβαλώντας δύο παιδιά μου, ενώ το τρίτο έτρεχε δίπλα μου κρατώντας τα ρούχα μου. Ο τόπος δεν έμοιαζε με τίποτα που να έχω ξαναδεί ποτέ: αμέτρητοι άνθρωποι, φόβος και τρόμος παντού. Ακόμα ακούω τις κραυγές των παιδιών μου, κάθε φορά που θυμάμαι τη σκηνή αυτή.
Οι υπεύθυνοι για την οργάνωση της επιβίβασης των λεωφορείων ήθελαν να βάλουν μέσα πρώτα τους συγγενείς και τους φίλους τους. Φώναζαν τα ονόματά τους και οι συγγενείς και φίλοι έσπρωχναν τα πλήθη των άλλων γυναικών και παιδιών, πατώντας πάνω σε όσους έπεφταν κάτω στο έδαφος. Κανείς δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Ο στόχος ήταν να καταφέρεις να σώσεις το τομάρι σου.
Αφού υποφέραμε μπροστά από την πόρτα του λεωφορείου για περισσότερο από μία ώρα, όπου μας έσπρωχναν μπρος πίσω μέσα σε τόσο πλήθος, μπήκαμε στο λεωφορείο, που θα μας πήγαινε στο άγνωστο. Το λεωφορείο με το οποίο ταξιδεύαμε σε θέρετρα και παραλίες για να απολαύσουμε την ομορφιά μιας χώρας που τώρα μας απορρίπτει, το ίδιο λεωφορείο μας κουβαλούσε δυστυχισμένους, νικημένους και γεμάτους πόνο προς έναν άγνωστο προορισμό. “Ποιος θα μας φιλοξενήσει; Πού θα ζήσουμε; Πώς θα κοιμηθούμε;” Πολλές ερωτήσεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου εκείνη την ημέρα.
Το λεωφορείο απομακρύνθηκε. Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε την καταστροφή και τα ερείπια, κάτω από τα οποία ζούσαμε και είχαν θαφτεί πολλοί από τους αγαπημένους μας. Ήταν η τελευταία φορά που αναπνέαμε αυτόν τον αέρα γεμάτο θάνατο.
Το λεωφορείο έφτασε στο πρώτο σημείο συγκέντρωσης. Οι κατακτητές εμφανίστηκαν μπροστά μας: οι άνθρωποι, στους οποίους είχα αρνηθεί να με βγάλουν λαθραία από τη Γούτα για να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου, γιατί ήθελα να αποφύγω να τους δω. Τώρα συναντιόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Διατηρούσα μια ατσαλένια αποφασιστικότητα, κρατώντας το βλέμμα μου ατάραχο, αρνούμενη την τυραννία τους και λέγοντάς τους στο μυαλό μου: «Θριάμβευσα. Είμαι αήττητη, παρά όλα τα όπλα σας, εγκληματίες».
Στο σημείο ελέγχου, ένας Ρώσος αξιωματικός επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και μας καλωσόρισε, χαμογελώντας σαν να μπορούσε αυτό να σβήσει από τη μνήμη μας το ότι είχε καταλάβει τα σπίτια μας. Στη συνέχεια ανέβηκαν στο λεωφορείο Σύριοι πράκτορες, άντρες και γυναίκες. Τα μάτια τους ήταν γεμάτα φόβο, ενώ τα βλέμματά μας ήταν αγέρωχα και σταθερά. Ναι, είχαμε χάσει τη γη μας, αλλά δεν είχαμε χάσει την αξιοπρέπεια, την ταυτότητα και τον αυτοσεβασμό μας.
Τα λεωφορεία προχώρησαν και περάσαμε από το σημείο ελέγχου στο σημείο συγκέντρωσης. Εκεί περιμέναμε μέχρι να φτάσει η υπόλοιπη συνοδεία για να ξεκινήσει το ταξίδι τη νύχτα.
Η συνοδεία μας έφτασε στη Δαμασκό, στην αγαπημένη μου Δαμασκό. Την είδα τελικά, αλλά δεν ήταν ελεύθερη όπως θα ήθελα. Ήταν δεμένη με τις αλυσίδες του καταραμένου δεσμοφύλακα. Είναι η Δαμασκός μου, δική μου γη και των προγόνων μου. Η αγαπημένη Δαμασκός με τους δρόμους, τα σοκάκια, τα πεζοδρόμια και το γιασεμί της. Πόσο σκληρή ήταν αυτή η σκηνή αποχαιρετισμού! Είπα στον εαυτό μου ότι θα επιστρέψω μια μέρα, το ορκίστηκα με το αίμα των μαρτύρων μου, θα το κάνω. Αχ…η καρδιά μου σπάραζε και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Τα λεωφορεία πέρασαν από τους δρόμους της Δαμασκού, όπου πλήθη ανθρώπων μας κοίταζαν. Ορισμένα μάτια εξέφραζαν θλίψη για το βίαιο εκτοπισμό μας. Άλλα πρόσωπα ήταν χαρούμενα και γελούσαν, άλλοι ήταν συνοφρυωμένοι. Μερικοί άνθρωποι μας χαιρέτησαν, αλλά άλλοι φαίνονταν φοβισμένοι και τσιτωμένοι. Τους χαιρέτισα κι εγώ, είπα αντίο, θα επιστρέψω, αυτή είναι μια υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου και σε εκείνους που άφησα κάτω από τα φιλόξενα τούτα χώματα.
Το κομβόι συνέχιζε. Προς τα πού δε γνωρίζαμε. Κατά μήκος του δρόμου, οι άνθρωποι μας καταριούνταν και μας έριχναν πέτρες. Από αυτοκίνητα που ανήκαν στην πολιτοφυλακή του Άσαντ και οδηγούσαν δίπλα μας, ο κόσμος μας πετούσε χώμα, έβγαζαν φωτογραφίες και μας χλευάζανε. Δεν ήξεραν ότι οι ψυχές μας ήταν γεμάτες και η αξιοπρέπειά μας άθικτη.
Το κομβόι, αργό σα χελώνα, έφτασε στην Καλάτ αλ Μαντίκ [Στμ: η αρχαία Απάμεια]. Τα κόκαλα και όλο μας το σώμα πονούσαν από τόσες ώρες σε αυτά τα στενά καθίσματα. Τα παιδιά έκλαιγαν και οι ενήλικες ήταν εξαντλημένοι με ναυτία, ζάλη και φόβο. Αυτό ήταν το χειρότερο ταξίδι για τους περισσότερους από εμάς, ένα μακρύ, επίπονο ταξίδι μέσα από τα όμορφα τοπία της αγαπημένης μας Συρίας.
Το σχέδιο ήταν να μας οδηγήσουν μέσα από περιοχές που υποστήριζαν το Καθεστώς. Κόσμος έστεκε και στις δύο πλευρές του δρόμου πετώντας μας κοφτερές πέτρες, προσπαθώντας να σπάσουν τα παράθυρα πάνω από τα κεφάλια μας και φωνάζοντας λόγια όλο δηλητήριο και ασχήμια. Στο λεωφορείο παραμέναμε ήρεμοι αλλά συγχυσμένοι, γεμάτοι λύπη και θλίψη.
Στην πόλη Αλ Μαντίκ, οι άνθρωποι μας καλωσόρισαν χαρούμενα και γενναιόδωρα, ένα καλωσόρισμα που συνέτριψε λίγο από τον πόνο που κουβαλούσαμε. Μας βοήθησαν να μεταφέρουμε τις αποσκευές μας σε ένα άλλο λεωφορείο, του οποίου τον προορισμό δεν ξέραμε, αλλά μας είπαν ότι κατευθυνόταν σε κάποιο είδος κέντρου φιλοξενίας. Τι ατέλειωτο ταξίδι!
Οι δρόμοι εδώ ήταν διαφορετικοί. Ο ήλιος έλαμπε, στέλνοντας τις ακτίνες του παντού, μια όμορφη σκηνή. Δεν κλείσαμε τα μάτια μας, παρόλο που ήμαστε τόσο κουρασμένοι. Μετά από 24 ώρες στο δρόμο είχαμε φτάσει στον τελικό μας προορισμό, ένα τέμενος στην πόλη Ιντλίμπ ονόματι Τέμενος Αλ Ραχμάν.
Κρατήστε στη μνήμη σας την ιστορία μου. Το όνομά μου είναι Safa. Γεννήθηκα πριν από 30 χρόνια. Μας ξεσπίτωσαν βίαια εμένα και τα τρία μου παιδιά. Τώρα είμαι μόνη, δυστυχισμένη και κουρασμένη.