Αφότου το καθεστώς Άσαντ εκτόπισε βίαια κατοίκους της Ανατολικής Γούτα σε πόλεις του βορρά, κάποιοι επέλεξαν να μείνουν εντός συνόρων Συρίας. Άλλοι όμως επέλεξαν να διασχίσουν τα σύνορα με την Τουρκία και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μακριά από πόλεμο, βόμβες και θάνατο. Από αυτούς, κάποιοι σχεδίαζαν να κινηθούν ακόμα μακρύτερα με προορισμό πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Omar (δεν είναι το αληθινό του όνομα) ήταν ένας από όσους επέλεξαν να βρουν καταφύγιο στην Τουρκία. Για να πάρει μια τέτοια απόφαση τον ώθησαν η αστάθεια, η έλλειψη ασφάλειας και οι συνεχείς διαμάχες μεταξύ των αντίπαλων φατριών, μαζί με την έλλειψη ευκαιριών εργασίας ή πιθανότητας για ανώτερη εκπαίδευση. Ο 22χρονος έφτασε στην πόλη Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας μεταξύ των βίαια εκτοπισμένων πληθυσμών από την Ανατολική Γούτα.
Γύρω στους δυο μήνες αφότου έφτασε στο Ιντλίμπ, ο Omar κι ένας φίλος αποφάσισαν να διασχίσουν μια διαδρομή και να περάσουν στην Τουρκία. Συμβουλεύτηκε ένα διακινητή, που είχε βοηθήσει ένα φίλο του να περάσει στην Τουρκία λίγες μέρες νωρίτερα. Ο διακινητής του είπε να πάει σε μια περιοχή στη Συρία ονόματι Ζαρζούρ και εκεί να διαπραγματευτεί λεπτομέρειες και τιμές.
Όπως τους είχαν δασκαλέψει, ο Ομάρ και ο φίλος του συνάντησαν τον διακινητή στην καθορισμένη θέση και οι τρεις συμφώνησαν να διασχίσουν τα τουρκικά σύνορα εκείνο το βράδυ. Ο διακινητής τους ζήτησε να περιμένουν σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Λίγες ώρες αργότερα, πέντε άτομα έφτασαν στο σπίτι και είπαν ότι η τουρκική Χωροφυλακή τους είχε πιάσει και τους διέταξε να επιστρέψουν στη Συρία. Πρόσθεσαν ότι ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας, που είχε χωριστεί στα δύο. Η μεγαλύτερη ομάδα, οκτώ ατόμων, είχε πάει πρώτη, ήταν τυχερή και πέρασε τα σύνορα απαρατήρητη. Για αυτή τη μικρότερη ομάδα, ήταν η δέκατη ανεπιτυχής προσπάθεια.
Σύμφωνα με την ιστορία που αφηγήθηκαν, το ταξίδι τους είχε ξεκινήσει από ένα βανάκι, που τους μετέφερε στην Αντουρίγια, μια περιοχή δίπλα στα σύνορα, συνοδευόμενοι από έναν οδηγό, ένα άτομο που γνωρίζει καλά τη διαδρομή και επικοινωνεί μέσω κινητού με τον παρατηρητή. Ο παρατηρητής, με τη σειρά του, παρακολουθεί την κίνηση των τουρκικών δυνάμεων. Η ομάδα είχε προειδοποιηθεί ότι ο δρόμος ήταν τραχύς και θα έπρεπε να πηδήσουν έναν τοίχο και να περάσουν μέσα από υπονόμους. Το ταξίδι διακόπηκε από τις τουρκικές δυνάμεις. Τρία μέλη αυτής της ομάδας αποφάσισαν να μην το διακινδυνεύσουν ξανά και παρέμειναν στη Συρία.
Ο διακονητής εμφανίστηκε την επόμενη ημέρα. Ζήτησε από τον Ομάρ και τον φίλο του να πληρώσουν ο καθένας 450 δολάρια, ποσό που είχε αναφερθεί στον Omar προηγουμένως. Ο διακινητής τους είπε να μην πάρουν τίποτα μαζί τους, ούτε τις αποσκευές τους, καθώς το ταξίδι θα ήταν τραχύ. Ο Omar αρχικά αρνήθηκε, αλλά τελικά υπέκυψε, αφού οι υπόλοιποι, που είχαν βιώσει αυτό το ταξίδι, του είπαν ότι οι τσάντες αποτελούν τεράστιο βάρος κατά τη διέλευση των συνόρων.
Η ομάδα που ξεκίνησε περιελάμβανε τέσσερις νεαρούς άνδρες και δύο γυναίκες. Αναρριχήθηκαν σε ένα λόφο στο τείχος κατά μήκος των συνόρων. Μετά το άλμα, ο οδηγός τους είπε να τρέξουν αδιάκοπα. Έπρεπε να τραβάνε τις γυναίκες, για τις οποίες η απόπειρα σύντομα έγινε πολύ δύσκολη. Ο τραχύς δρόμος ήταν γεμάτος λάσπη, που έκανε πιο δύσκολο το τρέξιμο, καθώς τα πόδια τους κολλούσαν μες στο υγρό χώμα. Ο δρόμος ήταν επίσης γεμάτος αγκάθια και βρωμόνερα από τους υπονόμους. Ακριβώς τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, οι δύο γυναίκες δεν άντεχαν πλέον κι άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε.
Οι φωνές τράβηξαν την προσοχή των τουρκικών δυνάμεων, που έφτασαν στη σκηνή και πυροβόλησαν στον αέρα. Ο οδηγός μετέφραζε τα λεγόμενα των Τούρκων αξιωματικών. Οι αξιωματικοί τους μετέφεραν σε ένα στρατιωτικό περίβολο με ένα παρατηρητήριο, πολύ φωτεινούς προβολείς και πίστα προσγείωσης ελικοπτέρου. Τους έβαλαν και κάθισαν κατάχαμα στην πίστα μαζί με μια άλλη ομάδα, που είχε πιαστεί νωρίτερα.
Ένας στρατιώτης έβγαλε φωτογραφίες τον καθένα τους με το κινητό του τηλέφωνο. Τους ζήτησαν τα ονόματά τους και τους κράτησαν εκεί μέχρι τις 3 το πρωί. Κάθε λίγο και λιγάκι, έρχονταν κι άλλες ομάδες Συρίων, που είχαν συλληφθεί από τις τουρκικές δυνάμεις: άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι.
Στις 3 το πρωί μες στο κρύο, η ομάδα μπήκε σε λεωφορεία με προορισμό το επίσημο συνοροφυλάκιο Τουρκίας-Συρίας, μια πικρή υπενθύμιση ότι δεν είχαν περάσει πολύς καιρός, απ’ όταν είχαν επιβιβαστεί στα λεωφορεία που τους είχαν εκτοπίσει βίαια από την Ανατολική Γούτα στο Ιντλίμπ.
Στο σημείο διέλευσης μεταφέρθηκαν με βανάκια πίσω στο σπίτι του διακινητή, το οποίο ήταν γεμάτο με Σύριους που περίμεναν να βγουν από τη χώρα. Δεν υπήρχε σχεδόν χώρος να κοιμηθείς. Οι δυνατές φωνές των παιδιών σε συνδυασμό με τις κραυγές ανδρών και γυναικών εμπόδισαν τον Omar και τον φίλο του να ξεκουραστούν, κάτι που χρειάζονταν όσο τίποτε άλλο.
Την επόμενη ημέρα το μεσημέρι, ο διακινητής τους είπε ότι θα διασχίσουν τα σύνορα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Καθώς πλησίαζαν ξανά την παραμεθόρια περιοχή, είδαν τις τουρκικές δυνάμεις να διασκορπίζονται κατά μήκος των συνόρων. Αρνήθηκαν κατηγορηματικά να επιχειρήσουν τη διέλευση και ο διακινητής συμφώνησε τότε να μεταφέρει το ταξίδι σε βραδινή ώρα και πάλι.
Στις 8 μ.μ., ο διακινητής τους επέστρεψε στην ίδια θέση στα σύνορα. Περίμεναν σε ένα ελαιώνα, 200 μέτρα από τα σύνορα, όπου και άλλες πολλές ομάδες περίμεναν να κάνουν το πέρασμα. Ο οδηγός πήγε για να εξετάσει τη διαδρομή και ανέφερε ότι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τις 5 το πρωί. Ξεκίνησε φασαρία στην ομάδα και οι άνθρωποι άρχισαν να φωνάζουν στον σαστισμένο οδηγό, ζητώντας να τους πάει πίσω. Ο οδηγός τηλεφώνησε στο διακινητή και του είπε ότι ο δρόμος δεν ήταν καθαρός, ότι οι τουρκικές δυνάμεις είχαν ισχυρή παρουσία και ότι πυροβολούσαν στον αέρα. Περίμεναν εκεί για μια ακόμη ώρα και έπειτα επέστρεψαν στο σπίτι του εμπόρου.
Το ηθικό του Omar και των συντρόφων του βυθίστηκε στα τάρταρα. Ήταν κουρασμένοι, καθώς είχαν κοιμηθεί ελάχιστα τα τελευταία τρία βράδια. Αλλά ήταν αποφασισμένοι να διασχίσουν τα σύνορα και αποφάσισαν να δοκιμάσουν έναν άλλο διακινητή. Πήραν τα χρήματά τους πίσω και κατευθύνθηκαν προς το Σαλκίν, 30 χιλιόμετρα μακριά από τη Ζαρζούρ, όπου περίμεναν τον νέο διακινητή.
Μετά από λίγο, έφτασε ένας νεαρός ηλικίας μόλις 18 ετών και ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε ως ο διακινητής. Τους πήρε στο σπίτι του και εξήγησε το σχέδιο διαφυγής. Είπε ότι το πέρασμα θα διαρκούσε μόλις μία ώρα και ότι η επικίνδυνη ζώνη δεν ξεπερνούσε τα 200 μέτρα. Αν μπορούσαν να διασχίσουν αυτό το σημείο, θα έφταναν με επιτυχία στην Τουρκία. Η οικογένεια του διακινητή ήταν πολύ φιλόξενη, μάλιστα η μητέρα του προσευχήθηκε γι’ αυτούς. Ο διακινητής τους χρέωσε 400 δολάρια το καθένα και, όπως και ο προηγούμενος, τους είπε ότι δεν μπορούσαν να πάρουν τα υπάρχοντά τους μαζί.
Ήταν η πρώτη μέρα του ιερού μήνα του Ραμαζανιού. Πλύθηκαν και ξεκίνησαν το ταξίδι τους πριν το ηλιοβασίλεμα. Ο οδηγός έφτασε και εξήγησε τη διαδρομή. Ήταν πέντε άτομα, χωρισμένα σε δύο ομάδες. Πρώτα έπρεπε να διασχίσουν τον ποταμό Ορόντη πάνω σε μια μιρκή αυτοσχέδια πλατφόρμα από πλαστικά μπουκάλια δεμένα και παραγεμισμένα σε ένα υφασμάτινο σάκο. Περίμεναν το κάλεσμα για την προσευχή του Μαγκρέμπ, καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες θα ήταν απασχολημένοι να τρώνε το γεύμα ιφτάρ στο τέλος της καθημερινής νηστείας, όπως είχε συμβουλευτεί ο οδηγός από τον παρατηρητή.
Στην απέναντι όχθη απλώνονταν χωράφια με σιτάρι. Με αρχηγό τον οδηγό, σύρθηκαν στο έδαφος πάνω από λάσπη και αγκάθια για μισή ώρα μέχρι να φτάσουν άσφαλτο. Στη συνέχεια έτρεξαν γρήγορα μια απόσταση 50 μέτρων μεταξύ του ασφαλτοστρωμένου δρόμου και του βουνού. Συνέχισαν να τρέχουν, καθώς ο δρόμος συνέχιζε στο βουνό. Μισή ώρα αργότερα, ο οδηγός σταμάτησε και τους είπε ότι είχαν μόλις περάσει τη ζώνη κινδύνου. Στάθηκαν να πάρουν μια ανάσα και συνέχισαν να περπατούν μέχρι ένα τουρκικό χωριό. Βρήκαν καταφύγιο σε ένα σπίτι, όπου περίμεναν ένα αυτοκίνητο να τους μαζέψει την επόμενη μέρα.
Πλύθηκαν και κοιμήθηκαν στο καταφύγιο. Την επόμενη μέρα, ένας Τούρκος έφτασε και τους ρώτησε τον προορισμό τους: είπαν “Κωνσταντινούπολη”. Τους χρέωσε 200 δολάρια. Οι πέντε άνδρες μπήκαν στο αυτοκίνητό του. Είκοσι έξι ώρες αργότερα, έφθασαν στον τελικό τους προορισμό.
Ο Omar σχεδιάζει τώρα ένα πλάνο για να περάσει στην Ευρώπη. Θα διακινδυνεύσει και πάλι τη ζωή του αναζητώντας μια καλύτερη εναλλακτική λύση από τη ζωή στη Συρία;