Η Γαλλία, με περισσότερες από 20 περιφερειακές γλώσσες, ήταν πάντα μια πολύγλωσση χώρα, αλλά η κεντρική της κυβέρνηση παραμένει απρόθυμη να αναγνωρίσει και να ενστερνιστεί πλήρως αυτή την ποικιλομορφία. Σε μια συνέντευξη στο Global Voices, ο γλωσσικός ειδικός και ακτιβιστής Michel Feltin-Palas εξηγεί τους λόγους πίσω από αυτόν τον δισταγμό.
Ο Feltin-Palas είναι δημοσιογράφος στη γαλλική εβδομαδιαία εφημερίδα L'Express, όπου δημοσιεύει ένα ενημερωτικό δελτίο αφιερωμένο στη γλωσσική πολυμορφία της Γαλλίας. Είναι επίσης συγγραφέας πολλών βιβλίων αφιερωμένων στο θέμα, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου του, “Sauvons les langues régionales” (“Ας σώσουμε τις περιφερειακές γλώσσες”), που δημοσιεύτηκε το 2022, στο οποίο αναλύει τους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, που προτάθηκαν από την γαλλική κυβέρνηση για τον περιορισμό της αναγνώρισης των επίσημα αποκαλούμενων “langues régionales” (“περιφερειακών γλωσσών”). Το βιβλίο κάνει αναφορά σε 20 γλώσσες, που ομιλούνταν ιστορικά στη σημερινή μητροπολιτική Γαλλία.
Ο Feltin-Palas αποκάλυψε την προέλευση αυτού του φόβου για τη γλωσσική διαφορετικότητα από την πλευρά των κρατικών θεσμών της Γαλλίας, ιδιαίτερα στον τομέα της νομοθεσίας και της εκπαίδευσης:
La France est un pays qui pourrait ne pas exister. A priori, il n’y avait aucune raison pour qu’un Alsacien se retrouve un jour dans le même État qu’un Basque, un Corse et un Auvergnat. Le pouvoir central a donc toujours craint que ces cultures diverses ne débouchent sur des revendications séparatistes. En conséquence, il a cherché à imposer une langue unique, le français. Quant aux cultures locales, elles sont réduites à de simples folklores et bannies de l’école. « Uniformiser constitue un excellent moyen pour mieux diriger un pays aussi vaste et divers que la France », souligne l’historien Olivier Grenouilleau (Nos petites patries, Gallimard).
Pendant longtemps, la diffusion de la langue française dans des territoires où elle n’était pas parlée a été perçue comme une manière d’apporter la « civilisation ». De ce point de vue, en effet, un parallèle peut être en effet établi avec la colonisation. Jules Ferry déclarait ainsi le 28 juillet 1885 devant les députés : « Il faut dire ouvertement qu'en effet les races supérieures ont un droit vis à vis des races inférieures […] parce qu'il y a un devoir pour elles. Elles ont un devoir de civiliser les races inférieures ». ll n’est pas abusif de considérer que la même vision a eu cours pour l’Hexagone, où Paris, incarnation de la « civilisation », s’est fixé pour « devoir » d’arracher le bas-peuple à la médiocrité de ses « patois » à travers l’école publique.
Η Γαλλία είναι μια χώρα, που δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Πράγματι, δεν υπάρχει κανένας λόγος που ένα άτομο από την Αλσατία θα έπρεπε μια μέρα να έχει καταλήξει να ζει στο ίδιο κράτος με κάποιο άτομο από τη χώρα των Βάσκων, την Κορσική ή την Ωβέρνη. Η κεντρική εξουσία της Γαλλίας πάντα ανησυχούσε ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί πολιτισμοί θα μπορούσαν τελικά να προωθήσουν τον αυτονομισμό. Ως αποτέλεσμα, επιβλήθηκε μια ενιαία γλώσσα: η γαλλική. Όσον αφορά τους τοπικούς πολιτισμούς, περιορίζονται σε απλή λαογραφία και απαγορεύονται από τα σχολεία. Όπως γράφει ο Γάλλος ιστορικός Olivier Grenouilleau στο βιβλίο του “Nos petites patries” [“Οι μικρές μας πατρίδες”]: “Η ομοιομορφία είναι ένα εξαιρετικό μέσο για να κυβερνήσεις μια χώρα τόσο μεγάλη και ποικιλόμορφη όσο η Γαλλία”.
Για πολύ καιρό, η διάχυση των γαλλικών σε περιοχές, όπου δεν μιλούνταν, θεωρούνταν ένας τρόπος να φέρεις “πολιτισμό”. Από αυτή την προοπτική, μπορεί κανείς πράγματι να κάνει έναν παραλληλισμό με τον αποικισμό. Ο Ζυλ Φερύ [ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας και αργότερα Υπουργός Παιδείας] δήλωσε στις 25 Ιουλίου 1885 στο γαλλικό κοινοβούλιο ότι “πρέπει κανείς να πει ανοιχτά ότι οι ανώτερες φυλές έχουν δικαίωμα σε σχέση με τις κατώτερες φυλές […] επειδή έχουν καθήκον. Υποχρέωση εκπολιτισμού κατώτερων φυλών”. Δεν είναι λοιπόν παράλογο να θεωρήσουμε ότι το ίδιο όραμα επικράτησε στη Γαλλία, όπου το Παρίσι, η ενσάρκωση του “πολιτισμού”, έχει θέσει ως “καθήκον” του να εξυψώσει τις κατώτερες τάξεις από τη μετριότητα των “πατουά” τους μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης.
Πολλές από αυτές τις 20 γλώσσες έχουν πλούσια λογοτεχνική παράδοση, τόσο προφορική όσο και γραπτή. Ωστόσο, αυτή η κληρονομιά παραμένει σε μεγάλο βαθμό απούσα από το εκπαιδευτικό, και ακόμη και το πολιτιστικό τοπίο. Ο Feltin-Palas εξήγησε ότι:
L’explication est la même. L’Etat français, à travers l’école, a tenté d’imposer une vision simple : il y aurait en France une seule culture, la culture française, les autres n’étant que de simples folklores sans intérêt. Apprendre aux élèves qu’il existe d’autres littératures n’est pas compatible avec cette vision. Un éditeur scolaire a ainsi osé écrire dans un livre scolaire que Bernat de Ventadour, l’un des
plus grands troubadours, écrivait en… « français du Sud » ! Et pourtant… Frédéric Mistral a reçu le prix Nobel de littérature pour une œuvre en provençal. Mais il n’est pas enseigné.
Η εξήγηση είναι η ίδια με την παραπάνω. Το γαλλικό κράτος προσπάθησε, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, να επιβάλει ένα απλό όραμα: ότι η Γαλλία έχει έναν πολιτισμό, τον γαλλικό, ενώ όλοι οι άλλοι είναι απλώς εκδηλώσεις λαογραφίας και επομένως δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Το να μαθαίνεις στα παιδιά ότι υπάρχουν και άλλες λογοτεχνίες δεν είναι συμβατό με ένα τέτοιο όραμα. Ένας εκδότης σχολικών εγχειριδίων τόλμησε να γράψει ότι ο Μπερνάρ ντε Βενταντούρ, ένας από τους μεγαλύτερους τροβαδούρους [ποιητές που γράφουν στα οξιτανικά] , έγραψε στα… “νότια γαλλικά”! Και ακόμη. . . Ο Φρεντερίκ Μιστράλ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας [το 1904] για το έργο του στα προβηγκιανά [μία από τις παραλλαγές της οξιτανικής γλώσσας]. Δεν διδάσκεται όμως στα σχολεία.
Πολλές από τις “περιφερειακές γλώσσες” περιέχουν διαφορετικές διαλέκτους και σε ορισμένες περιπτώσεις διαφορετική ορθογραφία, όπως συμβαίνει στα οξιτανικά. Ο Feltin-Palas εξέφρασε τις απόψεις του για αυτή τη συχνά έντονη συζήτηση:
La réponse est complexe. Il existe des points communs entre le provençal, le gascon, l’auvergnat, le languedocien, le limousin, le vivaro-alpin. Il existe aussi entre eux des différences. Dès lors, certains préfèrent insister sur ce qui les rassemble, d’autre sur ce qui les sépare.
Concernant la graphie, il en existe deux grandes familles. La première, dite graphie « classique », se réfère à une période glorieuse de la langue occitane, celle des troubadours, et s’inspire de leurs habitudes d’écriture. Elle a l’avantage du prestige, elle a le défaut de la complexité car, depuis, la prononciation a beaucoup changé. Les locuteurs qui ne la connaissent pas ont donc du mal à retrouver leur langue en la lisant. Les non-locuteurs la prononcent très mal. La seconde, dite « mistralienne » ou « fébusienne », a été définie plus récemment. Elle a l’avantage d’être plus facile à maîtriser par un lecteur francophone. Elle a l’inconvénient d’être plus proche du français.
Pour ma part, je préfère ne pas entrer dans ces deux querelles, aussi légitimes soient-elles. De mon point de vue, tous ceux qui défendent ces langues appartiennent au même camp, quel que soit le nom qu’ils leur donnent, et doivent rester unis face à ceux qui veulent les voir disparaître.
Η απάντηση είναι σύνθετη. Υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, που συνδέουν τα προβηγκιανά, τα γασκώνικα, τα ωβερνιανά, τα λανγκεντοκιανά, τα λιμουζέν και τα βιβαρο-αλπέν [τα ονόματα που δίνουν οι ομιλητές στις έξι κύριες παραλλαγές των οξιτανικών]. Υπάρχουν επίσης διαφορές. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποια άτομα προτιμούν να εστιάζουν σε ό,τι τους ενώνει, ενώ άλλα άτομα σε ό,τι τους χωρίζει. Όσον αφορά την ορθογραφία, υπάρχουν δύο κύριες ομάδες. Η πρώτη ονομάζεται “κλασική ορθογραφία” και αναφέρεται στη χρυσή εποχή της οξιτανικής γλώσσας, που χρησιμοποιούσαν οι τροβαδούροι. Βασίζεται στην ορθογραφία εκείνης της εποχής και έχει κύρος αλλά είναι πολύπλοκη, καθώς η προφορά έχει εξελιχθεί από τον Μεσαίωνα. Ως εκ τούτου, οι σημερινοί ομιλητές, που δεν το γνωρίζουν αυτό, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τη δική τους γλώσσα και οι μη ομιλητές και ομιλήτριες την προφέρουν λάθος. Η δεύτερη ονομάζεται “μιστράλ” και καθιερώθηκε πιο πρόσφατα. Το κύριο πλεονέκτημά της είναι ότι είναι ευκολότερη στην προφορά για τους Γάλλους. Το μειονέκτημά της είναι ότι είναι πιο κοντά στα γαλλικά. Προσωπικά, προτιμώ να μην παίρνω θέση σε αυτές τις συζητήσεις, ενώ αναγνωρίζω ότι είναι απολύτως θεμιτές. Η άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι, που υπερασπίζονται αυτές τις γλώσσες, ανήκουν στην ίδια πλευρά, ανεξάρτητα από τους όρους που χρησιμοποιούν, και πρέπει να παραμείνουν ενωμένοι ενάντια σε όσους ανθρώπους σκοπό έχουν να τις εξαφανίσουν.
Δεδομένης της σημασίας της ονομασίας, ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι πιο σεβαστικοί και κατάλληλοι όροι, που πρέπει να εφαρμόζονται στις αποκαλούμενες από το γαλλικό κράτος “περιφερειακές γλώσσες”;
Si je suivais mes convictions, je parlerais de langues « historiques », « autochtones », « minoritaires » ou « minorisées ». Mais tous les spécialistes d’Internet que j’ai interrogés sont formels : dans les moteurs de recherche, ces termes ne sont quasiment pas usités. Dès lors, je ne toucherais par mes articles que les personnes déjà convaincues, pour lesquelles j’ai évidemment le plus grand respect, mais tel n’est pas mon but. Ce que je tente de faire, à ma modeste mesure, c’est de sensibiliser un public plus large. Dès lors, j’ai dû faire un choix. Rester sur ces appellations, plus justes linguistiquement, et être peu lu. Ou utiliser « langues régionales » et diffuser plus largement ces idées. A partir du moment où je cherche l’efficacité, j’ai opté pour la seconde option. Je ne prétends pas avoir raison, mais tel est l’état de mes réflexions.
Με βάση τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, θα μιλούσα για “ιστορικές”, “αυτόχθονες”, “μειονοτικές” ή “μειωμένης χρήσης” γλώσσες. Αλλά οι ειδικοί του Διαδικτύου, με τους οποίους μίλησα για το θέμα, είναι ξεκάθαροι: στις μηχανές αναζήτησης, κανείς δεν χρησιμοποιεί τέτοιους όρους. Έτσι, όταν τους χρησιμοποιώ σε άρθρα, προσελκύω την προσοχή μόνο των ανθρώπων, που είναι εξοικειωμένοι με αυτούς τους όρους. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για αυτούς τους ανθρώπους, αλλά ο στόχος μου είναι να ευαισθητοποιήσω το κοινό όσο περισσότερο μπορώ. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μια επιλογή: θα ήταν πιο κατάλληλο από γλωσσική άποψη να διατηρήσω τους όρους που προανέφερα, αλλά τότε θα με διάβαζαν λιγότερα άτομα. Ή θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον όρο “περιφερειακές γλώσσες” και να διαδώσω τις ιδέες μου ευρύτερα. Δεδομένου ότι με ενδιαφέρει ο αντίκτυπος, αποφάσισα να ακολουθήσω τη δεύτερη επιλογή. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω δίκιο, αλλά έτσι σκέφτομαι επί του παρόντος.
Πώς εξηγείτε την επιτυχία της βασκικής γλώσσας σε σύγκριση με άλλες περιφερειακές γλώσσες της Γαλλίας;
Le basque constitue une exception. Il s’agit en effet de la seule langue régionale de métropole à gagner des locuteurs, et ce grâce au développement massif de l'enseignement en langue basque, qui permet de “produire” des locuteurs suffisamment nombreux pour remplacer les plus anciens. Ce succès s’explique lui-même par la mobilisation de la société civile basque. Le développement d'une langue dépend en effet de trois facteurs principaux : la densité de locuteurs dont on dispose autour de soi ; le sentiment de compétence linguistique et la motivation de chacun. Ce dernier élément, décisif, comprend lui-même deux dimensions. Un aspect utilitaire : une personne sera plus encline à apprendre une langue si celle-ci permet la réussite dans les études et l'obtention d'un emploi (ce pour quoi de nombreux Français cherchent à maîtriser l'anglais). Et un aspect identitaire, lié au sentiment d'appartenance, à l'amour de son territoire, à l'attachement que l'on porte à sa culture. Côté espagnol ces deux dimensions se cumulent. Côté français, c'est surtout l'aspect identitaire qui joue, même si l'aspect utilitaire est en progression.
Η βασκική γλώσσα αποτελεί εξαίρεση. Είναι πράγματι η μόνη περιφερειακή γλώσσα στην ηπειρωτική Γαλλία, όπου ο αριθμός των ομιλητ(ρι)ών έχει αυξηθεί. Αυτό οφείλεται στη μεγάλης κλίμακας εκπαίδευση στα βασκικά, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την “παραγωγή” αρκετών νέων ομιλητ(ρι)ών προς αντικατάσταση των παλαιότερων. Αυτή η επιτυχία οφείλεται στην κινητοποίηση της βασκικής κοινωνίας των πολιτών. Η ανάπτυξη μιας γλώσσας βασίζεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: την πυκνότητα των ομιλητ(ρι)ών, την αίσθηση της γλωσσικής ικανότητας και τα κίνητρα κάθε ομιλητή ή ομιλήτριας. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι βασικό και διπλό. Υπάρχει μια πρακτική πτυχή: ένα άτομο είναι πιο διατεθειμένο να μάθει μια γλώσσα, εάν του επιτρέπει να αποφοιτήσει και να βρει δουλειά (γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι στη Γαλλία μαθαίνουν αγγλικά). Και ένας παράγοντας ταυτότητας: αυτό συνδέεται με την αίσθηση ότι κάποιο άτομο έχει τις ρίζες του, ότι ανήκει σε μια περιοχή, ότι είναι προσκολλημένο στην κουλτούρα του. Στην ισπανική πλευρά [της βασκόφωνης περιοχής], αυτά τα στοιχεία συνδυάζονται. Στη γαλλική πλευρά, κυριαρχεί ο παράγοντας “ταυτότητα”, αλλά η πρακτικότητα γίνεται πιο σημαντική.
Πιστεύετε ότι η “εμβυθιστική εκπαίδευση”, όπου τα παιδιά διδάσκονται όλα τα μαθήματα στην τοπική τους γλώσσα τα πρώτα χρόνια, αναγνωρίζεται τελικά από το κράτος ως ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική προώθηση αυτών των γλωσσών;
La réponse est complexe. D’un point de vue pédagogique, on sait qu’il s’agit de la meilleure méthode pour « produire » de bons locuteurs dans une société désormais francophone. On sait aussi que les élèves qui suivent ce cursus ne sont aucunement handicapés en français, au contraire : un rapport officiel du ministère de l’Education nationale à propos du réseau Diwan (les écoles immersives en breton) reconnaît que ses élèves obtiennent de meilleurs résultats en français que le reste du système scolaire !
L’enseignement immersif constitue donc le moyen idéal de combiner réussite scolaire et respect de la diversité culturelle. Hélas, il faut aussi compter avec l’idéologie… A Paris, de puissantes institutions– le ministère de l’Education nationale, le Conseil constitutionnel, le Conseil d’Etat – continuent de considérer que les langues dites régionales menacent l’unité de la nation et l’apprentissage du français. Espérons que les faits finissent par apaiser les esprits…
Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Από παιδαγωγική άποψη, είναι η καλύτερη μέθοδος για να “παράγεις” καλούς ομιλητές και ομιλήτριες σε μια κοινωνία πλέον εξ ολοκλήρου γαλλόφωνη. Είναι επίσης γνωστό ότι οι μαθητές και μαθήτριες, που είναι εγγεγραμμένοι/ες σε ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, όταν πρόκειται για γαλλικά. Το αντίθετο μάλιστα: επίσημη έκθεση του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τα σχολεία Ντιουάν [εμβυθιστική σχολική εκπαίδευση στα βρετονικά, μια κελτική γλώσσα] αναγνωρίζει ότι οι μαθητές και μαθήτριες σε αυτά τα σχολεία έχουν καλύτερα αποτελέσματα στα γαλλικά σε σύγκριση με το κανονικό σχολικό σύστημα! Επομένως, η εμβυθιστική εκπαίδευση αντιπροσωπεύει το καλύτερο μέσο για να συνδυαστεί η επιτυχημένη εκπαίδευση και η πολιτιστική πολυμορφία. Δυστυχώς, πρέπει να ασχοληθεί κανείς με την ιδεολογία…Στο Παρίσι, ισχυροί θεσμοί όπως το Υπουργείο Παιδείας, το Συνταγματικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας εξακολουθούν να θεωρούν τις περιφερειακές γλώσσες ως απειλές για την ενότητα του έθνους και την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Ας ελπίσουμε ότι τα γεγονότα θα μπορέσουν μια μέρα να φέρουν λογική σε αυτά τα μυαλά.