Έχουν γραφτεί πολλά για τους μετανάστες τα δύο τελευταία χρόνια. Ωστόσο σπάνια και μόνο μέσω ηχητικών αποσπασμάτων ακούμε τι έχουν να πουν οι ίδιοι. Ο παγκόσμιος ειδησεογραφικός οργανισμός GlobalPost δημοσίευσε τις γραπτές μαρτυρίες πέντε νέων Σύριων μεταναστών, οι οποίοι πήραν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να κάνουν ένα επικίνδυνο ταξίδι έξω από τη χώρα, διασχίζοντας την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Νότια Ευρώπη.
Η μαρτυρία αυτή ανήκει στον 24χρονο Hassan Jamous και αρχικά δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα PRI.org στις 31 Μαΐου 2016. Εδώ δημοσιεύεται κατόπιν αδείας.
Επιτέλους βρίσκομαι στη Γερμανία.”Βγείτε από το φορτηγό!” φώναξε ο λαθρέμπορος. “Είμαστε στο Μόναχο!”.
Στην πραγματικότητα δεν με ένοιαζε το πού βρισκόμαστε. Το μόνο που ήθελα ήταν να βγω γρήγορα έξω από αυτό το φορτηγό. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και κοίταξα γύρω μου. “Είμαστε όντως στη Γερμανία;” αναρωτήθηκα. Ήταν ακόμη πρωί. Δεν είδα τίποτε παραπάνω. Οι άλλοι 20 Σύριοι που ήταν μαζί μου στο φορτηγό άρχισαν να αλλάζουν γρήγορα ρούχα. Εγώ δεν είχα καλά ρούχα να φορέσω παρά μόνο ένα λερωμένο τζιν και μια ασουλούπωτη ζακέτα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Περίμενα πως η αστυνομία θα ερχόταν από λεπτό σε λεπτό να μας συλλάβει.
Παρόλ’ αυτά, προσπάθησα για την ώρα να απολαύσω την ησυχία και τον καθαρό αέρα μετά από ένα μακρύ και θορυβώδες ταξίδι. Δεν γνώριζα κανέναν από τους μετανάστες που ταξίδευαν μαζί μου. Είχαμε συναντηθεί μόνο στη Βουδαπέστη, στο σπίτι του λαθρέμπορου που θα μας μετέφερε. “Περιμένετε ένα τέταρτο και μετά απομακρυνθείτε”, μας είπε ο οδηγός του φορτηγού και ύστερα έφυγε. Οι υπόλοιποι περιμέναμε και εγώ αποφάσισα να απευθυνθώ στον πρώτο αστυνομικό που θα συναντούσα στο δρόμο.
“Δεν βρίσκομαι πια στο σπίτι μου. Δεν κάθομαι με την οικογένειά μου στην κουζίνα περιμένοντας τη μητέρα μου να ετοιμάσει ένα ωραίο γεύμα. Προσωρινά αυτή είναι η νέα μου ζωή.”
Αργότερα παρατήρησα δυο άνδρες και ένα μικρό αγοράκι να με κοιτάνε. Ήταν Σύριοι κι αυτοί από τη Δαμασκό. “Από που είσαι;” με ρώτησε ο ένας. “Από τη Δαμασκό” απάντησα εγώ. “Μιλάτε αγγλικά;” είπα για να μιλήσουμε λίγο. “Πηγαίνουμε σε μια πόλη που λέγεται Σααρμπρύκεν. Λένε πως οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ καλοί και οι διαδικασίες είναι πιο σύντομες για τους μετανάστες.” Και σκέφτηκα γιατί όχι;
Σταματήσαμε ένα ταξί και του είπα στα αγγλικά πως θέλαμε να πάμε στον κεντρικό σταθμό λεωφορείων. “Κανένα πρόβλημα, είπε, όμως έχετε χρήματα;” Του απάντησα ναι, γελώντας δυνατά. Ήταν λες και ήξερε πως ήταν η πρώτη μας μέρα στη Γερμανία. Ίσως να έφταιγε το χρώμα της επιδερμίδας μας. Από το ταξί κοιτούσα αυτήν την όμορφη χώρα και σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να χτίσω το μέλλον μου εδώ. Μπορώ στ’ αλήθεια να αποκαλώ τη χώρα αυτή δεύτερό μου σπίτι; Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή του οδηγού. “Φτάσαμε”, είπε.
Πήραμε το πρώτο λεωφορείο προς το Σααρμπρύκεν. Το ταξίδι κράτησε έξι ώρες, τις περισσότερες από τις οποίες κοιμόμουν. Πεινούσα πολύ και ήμουν πολύ κουρασμένος. Στο Σααρμπρύκεν υπήρχε ένα κέντρο φιλοξενίας για τους μετανάστες, όπου είδα ανθρώπους και άλλων εθνικοτήτων και όχι μόνο Σύριους. Υπήρχαν πολλές σειρές αναμονής και πολλή φασαρία. Μου έδωσαν λίγο φαγητό και με έστειλαν σε ένα δωμάτιο. Έφαγα πολύ γρήγορα και κοιμήθηκα.
Η πρώτη μέρα στο Σααρμπρύκεν ήταν πολύ δύσκολη. Έπρεπε να περιμένω στην ουρά για τα έγγραφα και την τροφή μου. Έπρεπε όμως απλά να το αντιμετωπίσω. Δεν είμαι πια στο σπίτι μου. Δεν κάθομαι με την οικογένειά μου στην κουζίνα περιμένοντας τη μητέρα μου να σερβίρει ένα ωραίο γεύμα. Προσωρινά αυτή είναι η νέα μου ζωή. Σχεδόν μια εβδομάδα μετά με μετέφεραν σε ένα άλλο κέντρο φιλοξενίας, αλλά δεν ήξερα γιατί. Ρώτησα την υπεύθυνη και μου είπε ευγενικά πως κάτι τέτοιο συνηθίζεται στη Γερμανία. Θα σας μεταφέρουν σε ένα άλλο κέντρο φιλοξενίας, στο Τριρ, μου είπε. Είχε πολύ όμορφο χαμόγελο.
Μας έδωσαν εισιτήρια για το τραίνο και έναν χάρτη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κοιτούσα τα πρόσωπα των Γερμανών επιβατών του τραίνου και αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Δεν ένιωθα άνετα, όλα ήταν καινούρια και αισθανόμουν αδύναμος. Το κέντρο φιλοξενίας στο Τριρ ήταν μικρότερο και φιλοξενούσε περίπου το 1/5 των μεταναστών σε σχέση με το προηγούμενο. Δεν υπήρχε μέρος να κοιμηθούμε και περάσαμε την πρώτη νύχτα στο διάδρομο. Από εκεί μας μετέφεραν ξανά, γιατί το κέντρο αυτό δεν είχε αρκετό χώρο για όλους. Οι μετακινήσεις με είχαν κουράσει, ήθελα μόνο να μείνω κάπου. Όλοι μας φέρονταν ευγενικά και με χαμόγελο. Πραγματικά έχουν πολλή δύσκολη δουλειά να κάνουν και πίστευα πως οι άνθρωποι εδώ θα μας μισούσαν.
Έπρεπε πάντα να περιμένω πολλή ώρα για να μπω στο λεωφορείο, να πάρω φαγητό ή να κάνω ντους. Εδώ δεν μπορείς να κάνεις πραγματικούς φίλους, γιατί δεν ξέρεις ποιος θα μείνει και ποιος όχι. Μόνο περιμένεις να σταθείς τυχερός και να σε μεταφέρουν σε κάποιο σπίτι.
Για 28 μέρες στη Γερμανία έμενα σε κέντρα φιλοξενίας. Είχα αναπτύξει στρατηγικές για να παίρνω φαγητό. Οι άνθρωποι εκεί προσπαθούν να ξεχάσουν και να προχωρήσουν. Έπαιζαν διάφορα σπορ για να διασκεδάσουν. Νόμιζα πως τα παιδιά ήταν πραγματικά χαρούμενα. Έπαιζαν συνεχώς τρέχοντας και καυγαδίζοντας και αυτή είναι μια σκηνή που δεν τη βλέπεις πια στη Συρία. Κοιμόμουν σε μια σκηνή με 200 ακόμη άτομα. Το πιο δύσκολο ήταν ο ύπνος, γιατί πάντα υπήρχε κάποιος που θα έκανε κάτι δυνατά. Ένα παιδί θα έκλαιγε ή ένας μεθυσμένος θα γελούσε. Δεν ήταν η τέλεια ζωή, αλλά θα κάναμε υπομονή. Τουλάχιστον εκεί ήμασταν ασφαλείς.
Τελικά με μετέφεραν σε ένα σπίτι σε μια μικρή πόλη με το όνομα Stadecken-Elsheim. Η αλήθεια είναι πως δεν με ένοιαζε πολύ το όνομα, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φύγω από το κέντρο. Ήδη σκεφτόμουν να έχω ένα ωραίο δωμάτιο και ίσως να μπορούσα να μαγειρέψω ένα ωραίο γεύμα. Αυτά ήταν τα όνειρά μου για την ώρα. Τη μέρα που θα έφευγα ξύπνησα στις έξι το πρωί χαρούμενος για πρώτη φορά εδώ και τόσους μήνες. Μας αποχαιρέτισαν ευγενικά στο κέντρο. Το λεωφορείο έφτασε και αποχαιρέτισα το κέντρο φιλοξενίας ελπίζοντας να μην χρειαστεί να ξαναγυρίσω.
Όσοι από εμάς θα μεταφέρονταν στην πόλη Stadecken-Elsheim, απευθυνθήκαμε πρώτα στο γραφείο της δημοτικής υπηρεσίας για να εγγραφούμε. Οι υπάλληλοι εκεί ήταν κι αυτοί πολύ φιλικοί και χαμογελαστοί. Μας είπαν στα αγγλικά ότι στο σπίτι θα έμεναν έξι άτομα μέχρι να εγκριθούν οι άδειες παραμονής. Δεν με πείραξε, άλλωστε 5 άτομα είναι καλύτερα από 200. Μας πήγαν στο σπίτι. Στους δρόμους δεν έβλεπα κανέναν, είχα όμως την αίσθηση ότι όλοι γνώριζαν πως ερχόμαστε. Μέρα με τη μέρα, το αίσθημα εμπιστοσύνης μεγάλωνε. Βοήθησα τους συγκατοίκους μου, όταν έπρεπε να επισκεφτούν το γιατρό ή τον οδοντίατρο. Στην αρχή ντρεπόμουν πολύ να συνομιλώ με τους Γερμανούς, όμως παντού έβλεπα καλοσύνη.
“Έχω την εντύπωση ότι εδώ όλοι μας χαμογελούν, όμως εμείς όχι. Φαίνεται πως έχουμε ξεχάσει πώς να χαμογελάμε. Φαίνεται πως τελικά δεν χρειαζόμουν φαγητό, χρήματα ή,ακόμα, μια ασφαλή πατρίδα, αλλά μόνο ένα όμορφο, ειλικρινές χαμόγελο.”
Κάποια μέρα ήρθε μια εθελόντρια για να μας βοηθήσει με οτιδήποτε χρειαζόμασταν. Μας διδάσκει γερμανικά και την λέμε Migy. Για μένα είναι η Γερμανίδα μητέρα μου, της χρωστάω πολλά. Έχω την εντύπωση ότι εδώ όλοι μας χαμογελούν, όμως εμείς όχι. Φαίνεται πως έχουμε ξεχάσει πως να χαμογελάμε. Φαίνεται πως τελικά δε χρειαζόμουν φαγητό, χρήματα ή, ακόμη, μια ασφαλή πατρίδα, αλλά μόνο ένα όμορφο, ειλικρινές χαμόγελο.
Μετά από 10 μήνες αναμονής έλαβα την άδεια παραμονής μου. Τώρα μπορώ να μείνω τρία χρόνια εδώ για να εργαστώ και να σπουδάσω. Ακόμα έχω να δουλέψω τη γλώσσα.
Έχω πολύ ακόμα δρόμο για το μέλλον μου. Πια δεν αισθάνομαι αδύναμος, αν και πονάω κάθε φορά που ακούω στις ειδήσεις για τα προβλήματα που δημιουργήσαμε στην Ευρώπη και τα νέα πολιτικά κόμματα που μας εκμεταλλεύονται για να αποκτήσουν δύναμη. Η τηλεόραση μας παρουσιάζει ως ένα πολυάριθμο πλήθος, από το οποίο οι περισσότεροι είναι αναλφάβητοι ή εξτρεμιστές. Αυτό είναι ένα τίμημα που θα πρέπει να αποδεχτούμε βάσει όσων έγιναν στη Συρία.
Παρόλα αυτά, όμως, είμαι ένας άνθρωπος με μεγάλα όνειρα και θέληση να εργαστεί σκληρά για να διαψεύσει όλους τους δύσπιστους.