Είμαι υπερήφανος για την ικανότητά μου να εξολοθρεύω κατσαρίδες. Είναι μια από τις πιο πολύτιμες δεξιότητες που έχω μάθει, από τότε που ήρθα στην Ιαπωνία πριν από περισσότερες από δύο δεκαετίες, και μεταφέρω τη γνώση στους γιους μου ως μέρος της οικογενειακής κληρονομιάς.
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κατσαρίδα, προτού έρθω στην Ιαπωνία, όταν ήμουν εικοσάρης. Στη δροσερή, ξερή γωνία του Καναδά, όπου μεγάλωσα, υπάρχουν πολύ λίγα έντομα παράσιτα. Δεν είχα ιδέα σε τι έμπλεξα, όταν μετακόμισα στην Ιαπωνία.
Το πρώτο καλοκαίρι που έζησα εκεί, μοιράστηκα ένα σπίτι με έναν συνάδελφο δάσκαλο. Ήταν γεμάτο ψιλολόγια, ένα βουνό από σκουπίδια που άφησαν οι προκάτοχοί μας. Δεν μας ενοχλούσε πολύ: κανείς εκ των δυο δεν ήταν ιδιαίτερα φίλος της καθαριότητας και του συγυρίσματος. Αφήναμε τα πιάτα μας στο νεροχύτη και τα σκουπίδια μας σε μια γωνιά της κουζίνας. Τέτοιες συνήθειες θα ήταν μια χαρά πίσω στην πατρίδα, αλλά στην Ιαπωνία, ήταν η αρχή των προβλημάτων μας.
Ένα ζεστό γεμάτο υγρασία πρωινό, ξύπνησα και βρήκα μια μακριά στήλη έξι μέτρα περίπου από μικροσκοπικά μαύρα μυρμήγκια να ξετρυπώνουν από μια ρωγμή κάτω από την μπροστινή πόρτα, πάνω από την είσοδο και μέσα στην κουζίνα. Η γραμμή των μυρμηγκιών ανέβαινε στον πάγκο, όπου έσερναν προσεκτικά μέχρι έξω ψίχουλα ψωμιού και κόκκους από μαγειρεμένο ρύζι και λευκή ζάχαρη. Πήρα ένα ξεσκονόπανο, καθάρισα τα μυρμήγκια και τα πέταξα έξω. Μετά πήγα για δουλειά.
Όταν πήγα σπίτι, τα μυρμήγκια είχαν φύγει, αλλά κάποιο άλλο ζωντανό είχε γεμίσει σκουπίδια όλη την κουζίνα, με κεντρικό έκθεμα ένα ψαροκόκαλο από σκουμπρί. Ακούσα ένα θόρυβο στον επάνω όροφο. Πήγα να ερευνήσω.
Υπήρχε κάτι στο δωμάτιό μου. Μια γάτα. Είχα αφήσει το παράθυρο του υπνοδωματίου ανοιχτό κι έτσι μπήκε ένα αδέσποτο και έφτασε στα σκουπίδια μας. Είχε λουφάξει στη γωνία του ακατάστατου δωματίου μου. Έτρεξα κάτω και άρπαξα μια απόχη για πεταλούδες, που είχε αφήσει πίσω ένας προηγούμενος ενοικιαστής. Σήκωσα απαλά τη γάτα, την έβγαλα έξω και την άφησα σε μια κενή θέση στο δρόμο. Έπειτα έπιασα δουλειά, καθαρίζοντας το χάος της βρωμιάς στην κουζίνα.
Και ύστερα ήρθαν οι κατσαρίδες.
Αν δεν έχετε δει ποτέ κατσαρίδα, φανταστείτε ένα πλάσμα βγαλμένο από ταινία τρόμου του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Γλιστερό μαύρο ή καστανόχρωμο σώμα. Κινούμενες κεραίες και αιχμηρά πόδια. Αυτό που σε ταράζει βαθιά είναι ο τρόπος, με τον οποίο κάνει ζιγκ ζαγκ μέσα σε ένα δωμάτιο, ψάχνοντας να ξεφύγει πίσω από καμιά βιβλιοθήκη ή να κρυφτεί κάτω από κάνα σωρό χαρτιά ή βρώμικα ρούχα. Αυτό όμως που είναι το πιο φριχτό είναι το μέγεθος μιας ενήλικης κατσαρίδας. Αυτές που τρομοκρατούν τους Ιάπωνες είναι μεγάλες: αρκετά εκατοστά μεγάλες, και, σε αντίθεση με μια μύγα, ένα σκόρο ή μια ιπτάμενη αράχνη, δεν μπορείς να τις αγνοήσεις. Πρέπει να τις ξεφορτωθείς, αν θέλεις να κοιμηθείς ποτέ ξανά ήρεμα και καλά.
Συνάντησα την πρώτη μου κατσαρίδα την ημέρα που η γάτα έτρωγε τα σκουπίδια. Ήταν χρώματος καφέ εμετί και έτρεχε κατά μήκος του τείχους κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Άρπαξα ένα φλιτζάνι καφέ και κατάφερα να την παγιδεύσω. Οι κεραίες της ήταν κολλημένες έξω από την άκρη του φλιτζανιού, κουνιούνταν ξέφρενα. Και τώρα τι;
Έσυρα ένα κομμάτι χαρτί κάτω από το φλιτζάνι, άρπαξα την τρελαμένη κατσαρίδα και την έριξα στην τουαλέτα. Σάλεψε και κουνούσε τα πόδια της, καθώς την ξεφορτωνόμουν τραβώντας το καζανάκι. Κοίταξα το φλιτζάνι. Ένα κομμάτι κεραίας ήταν ακόμα κολλημένο πάνω του. Το πέταξα και το φλιτζάνι.
Ήταν όμως η αρχή μιας σφαγής. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η μια κατσαρίδα πίσω από την άλλη εμφανίζονταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, κάτω από στρώματα φουτόν στο πάτωμα, σε ντουλάπια, στην κονσόλα της τηλεόρασης. Μερικές ήταν μεγάλες και μαύρες και, ως άμυνα, πετούσαν ακριβώς μες στα μούτρα μου, όταν προσπαθούσα να τις στριμώξω σε καμιά γωνία. Ξέμεινα από φλιτζάνια καφέ και ποτήρια νερού. Δεν ήθελα να χτυπήσω τις κατσαρίδες με μια τυλιγμένη εφημερίδα. Είχα διαβάσει ότι εάν το κάνεις αυτό, μπορεί να απλώσεις τα αυγά τους σε όλο το σπίτι.
Έφτασε το φθινόπωρο και ξέχασα τις κατσαρίδες. Παντρεύτηκα κιόλας και μετακόμισα για κάποιο χρονικό διάστημα με τους γονείς της συζύγου μου. Ο πεθερός μου με δίδαξε μερικά από τα βασικά στοιχεία αντι-κατσαριδολογίας, κυρίως:
- Πλένε τα πιάτα σου το βράδυ
- Ξεκαθάρισε όλη την ακαταστασία, όπως σωρούς ρούχων ή παλιόχαρτα
Δεν άκουσα τη συμβουλή του, έτσι κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού που ζούσαμε μαζί τους γινόταν μια συνεχής μάχη με έντομα στο δικό μας τμήμα του σπιτιού. Ακόμη φοβόμουν μήπως διασκορπιστούν τα αυγά τους παντού και έτσι συνέχισα να τις πιάνω με ένα φλιτζάνι ή ένα μπολ, που τα είχα εύκαιρα σε ένα ντουλάπι σε περίπτωση έκτακτης κατσαριδο-ανάγκης. Σε ένα ταξίδι πίσω στο Καναδά κατά τη διάρκεια του ιαπωνικού καλοκαιριού, απολάμβανα τον δροσερό αέρα, όταν με έπιασε κρίση πανικού: έφερα άθελά μου κατσαρίδες στον Καναδά μέσα στη βαλίτσα μου; Θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή μια κατσαρίδα να βολοδέρνει εκεί τριγύρω, έτοιμη να εγκαταστήσει υποκατάστημα στη γενέτειρά μου;
Τα τελευταία χρόνια, έγινα ακόμη πιο αποφασισμένος να αντιμετωπίσω κατά μέτωπον την απειλή της κατσαρίδας, κυρίως επειδή τα παιδιά μου φοβούνται θανάσιμα τα μεγάλα αυτά γλιστερά μαύρα έντομα. Πέρα από έρευνα σε διαδικτυακά φόρουμ για το πώς να θωρακίσω το σπίτι μου ενάντια στις κατσαρίδες στην Ιαπωνία, έχω συμβουλευτεί και βιβλία, όπως το εξαιρετικό Understanding and Controlling the German Cockroach [Κατανόηση και έλεγχος της γερμανικής κατσαρίδας]. Έχω μάθει ότι οι κατσαρίδες είναι νυκτόβιο είδος και ζουν μαζί σε φωλιές που ονομάζονται λημέρια (αν δείτε μια κατσαρίδα στο φως της ημέρας σημαίνει ότι ο λιμένας είναι γεμάτος). Χρειάζονται καταφύγιο, τροφή και νερό για να επιβιώσουν. Αφαιρέστε τους ένα από αυτά και είναι πολύ πιο εύκολο να τις νικήσετε. Οι κατσαρίδες επίσης γενικά κινούνται κοντά σε τοίχους και επιλέγουν την ίδια διαδρομή, όταν ψάχνουν για φαγητό. Αφοδεύουν επίσης συχνά και άλλες κατσαρίδες χρησιμοποιούν αυτό το μονοπάτι περιττωμάτων για να βρουν το δρόμο τους. Οι κατσαρίδες τρώνε τα περιττώματα των άλλων κατσαρίδων και επίσης μπορεί και να τις καννιβαλίζουν. Κατά τη διαδικασία αυτών των ανακαλύψεων, αντιλήφθηκα πλήρως ότι η εμφάνιση μιας κατσαρίδας σήμαινε ότι υπήρχαν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, τριγύρω, που δεν τις έβλεπες.
Αποφάσισα να εκτελέσω μια στρατηγική άμυνας σε βάθος. Πρώτον, εντόπισα πιθανά σημεία εισβολής στο σπίτι μας: την πόρτα στον πίσω κήπο, την τουαλέτα και την παπουτσοθήκη στην είσοδο, όπου είχα ανακαλύψει συχνά κατσαρίδες. Έπειτα, έστησα “πανδοχεία κατσαρίδων”, παγίδες κόλλας με δόλωμα μίγμα φερομόνης, σε καθεμία από αυτές τις θέσεις. Στη συνέχεια έβαλα παγίδες κόλλας σε βασικά σημεία διέλευσης σε όλο το σπίτι, συμπεριλαμβανομένων των γωνιών της κουζίνας, και στο μικρό δωμάτιο, όπου τρώμε. Ο απώτερος στόχος ήταν να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι ομόκεντροι δακτύλιοι παγίδων κόλλας για να υπερασπιστούμε τη μεγάλη, κλιματιζόμενη αίθουσα με τατάμι, όπου κοιμόμαστε όλοι μαζί. Καμιά κατσαρίδα δεν θα πατούσε ποτέ το κατσαρό της πόδι εκεί μέσα, δε θα το επέτρεπα.
Εκτός από τη διατήρηση της κουζίνας καθαρής και των υπόλοιπων χώρων διαβίωσης χωρίς ακαταστασία, το τελικό στοιχείο της αμυντικής στρατηγικής μου ήταν η εγκατάσταση δηλητηριασμένων δολωμάτων κατά μήκος των γνωστών οδών διακίνησης των κατσαρίδων. Η τάση της κατσαρίδας να δειπνεί με τα δικά της περιττώματα καθώς και άλλες νεκρές κατσαρίδες ήταν τόσο η δύναμη, όσο και η αδυναμία της. Μόλις μια κατσαρίδα φάει δηλητηριασμένο δόλωμα, είτε πεθαίνει είτε επιστρέφει στο λημέρι. Αν πεθάνει, το δηλητηριασμένο πτώμα της γίνεται βορά σε άλλες κατσαρίδες, οι οποίες στη συνέχεια πεθαίνουν. Εάν το δηλητήριο δεν σκοτώσει τις κατσαρίδες αμέσως, το κουβαλάνε πίσω μαζί τους στη φωλιά, όπου απορροφάται ή καταπίνεται από μέλη της αποικίας. Θεωρητικά, με αρκετό δόλωμα μπορείς να προκαλέσεις κατάρρευση μιας αποικίας.
Φέτος, η στρατηγική φαίνεται να λειτουργεί. Συνεχάρησα τον εαυτό μου: οι παγίδες κόλλας συγκέντρωναν χνούδια, αλλά τίποτα άλλο. Έχουμε δει μερικές κατσαρίδες, όλες καταμεσής της νύχτας, αλλά τις κυνηγώ γρήγορα και τις χτυπώ με μια τυλιγμένη εφημερίδα.
Άρχισα να αναρωτιέμαι για την αποστροφή μου για τις κατσαρίδες. Παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο σε αυτές, όταν τρέχουν να αποφύγουν την οργή μου, φαίνεται να κατέχουν κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Είναι σχεδόν σαν να με κοιτάζουν πάνω από τους ώμους τους, έπειτα ελέγχουν τριγύρω κάποιο τρόπο να ξεφύγουν, με έναν πολύ ανθρώπινο τρόπο.
Ένας φίλος μου λέει ότι δεν σκοτώνει πλέον κατσαρίδες (επίσης σταμάτησε να παίζει shogi, την ιαπωνική έκδοση του σκακιού, καθώς δεν θέλει πλέον να ανταγωνίζεται και να νικά τους άλλους). Τις λυπάται και αντ’ αυτού τις πιάνει και τις αφήνει έξω. Φυσικά, ζει στην επαρχία και περιβάλλεται από ορυζώνες, όπου έχει ένα πλεονέκτημα που δεν θα έχω ποτέ: μια αράχνη κυνηγό κάτοικο στον πίσω κήπο του, σχεδόν δέκα εκατοστά, που κανονίζει τυχόν κατσαρίδες που συναντά.
Όσο για μένα, ο πόλεμος κατά των κατσαρίδων έχει κόστος. Τις προάλλες, που έκανα την τακτική επιθεώρηση στις παγίδες μου, πρόσεξα κάτι μη-κατσαριδοειδές κολλημένο σε μια παγίδα. Ήταν το μαλακό, σχεδόν ζελατινώδες σώμα ενός μικρού, γαλαζοπράσινου γκέκο [ΣτΜ: μικρή σαύρα]. Ήταν νεκρό.
“Αχ!” φώναξε η γυναίκα μου. “Το σκότωσες! Προστατεύουν το σπίτι!”
Γνωστά στα ιαπωνικά ως yamori, ή “προστάτες του σπιτιού” (家 守), τα γκέκο τρώνε κατσαρίδες και άλλα έντομα. Τώρα υπήρχε ένα λιγότερο για να κρατήσει μακριά τις κατσαρίδες.
Έτσι, ξέστησα μια και καλή τις παγίδες μου. Ας ελπίσουμε ότι οι κατσαρίδες δεν θα επιστρέψουν.