Το αόρατο εργατικό κόστος των διάσημων εμπορικών σημάτων ένδυσης στην Ταϊλάνδη

Migrant worker Ma Ma Khin

Ma Ma Khin (ψευδώνυμο), πρώην μετανάστρια εργάτρια σε εργοστάσιο ραπτικής. Φωτογραφία από Prachatai

Αυτό το άρθρο της Wanna Tamthong δημοσιεύθηκε αρχικά από το Prachatai, έναν ανεξάρτητο ειδησεογραφικό ιστότοπο στην Ταϊλάνδη. Μια επεξεργασμένη έκδοση έχει αναδημοσιευτεί από το Global Voices στο πλαίσιο συνεργατικής συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.

Η Ma Ma Khin (ψευδώνυμο) είναι μια μετανάστρια εργάτρια, που στάθηκε ενάντια στον εργοδότη της για να απαιτήσει έναν δίκαιο κατώτατο μισθό. Εργαζόταν σε εργοστάσιο ραπτικής στα σύνορα με την Ταϊλάνδη, όπου βρίσκονται πολλά εργοστάσια ραπτικής και άλλα, λόγω επενδυτικού προγράμματος που προωθείται από την κυβέρνηση στη συνοριακή περιοχή.

Η εταιρεία στην οποία εργαζόταν η Ma Ma Khin είναι ένα εργοστάσιο μεγάλης κλίμακας, που παράγει ρούχα λιανικής για διάσημες ξένες μάρκες. Ο αγώνας της Ma Ma Khin και των μεταναστ(ρι)ών εργαζομένων συναδέλφων της ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Η Ma Ma Khin είπε ότι, όταν ο COVID χτύπησε πριν από μερικά χρόνια, πολλά εργοστάσια έλαβαν λιγότερες παραγγελίες. Επειδή η Ma Ma Khin και άλλοι/ες μετανάστ(ρι)ες εργάτ(ρι)ες στο εργοστάσιο πληρώνονταν με το κομμάτι, όταν μειώθηκαν οι παραγγελίες, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα από το μηνιαίο μισθό της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ma Ma Khin πληρωνόταν μόνο 2.000 μπατ για ένα μήνα ραπτικής (57 δολάρια), πολύ λιγότερο από το ελάχιστο όριο των 9.000–10.000 μπατ ανά μήνα, ανάλογα με την περιοχή.

Ο εργοδότης δεν πλήρωνε τον μισθό που ορίζει ο νόμος. Η ζωή των εργαζομένων είναι χειρότερη από ό,τι θα έπρεπε κανονικά. Πήγα στον εργοδότη και ζήτησα μια μικρή αύξηση μισθού, γιατί αυτό δεν ήταν μεροκάματο. Δεν τον ένοιαζε. Όποιο άτομο δεν ήθελε να δουλέψει, μπορούσε να φύγει. Αν αφήναμε όμως τη δουλειά μας εκεί, πού θα μπορούσαμε να βρούμε δουλειά κατά τη διάρκεια του Covid-19; Το να έχεις απαιτήσεις ήταν σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ήταν άσκοπο, γιατί δεν πήραμε τίποτα.

Η Ma Ma Khin είπε ότι οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο ραπτικής ήταν αρκετά δύσκολες. Έπρεπε να ξεκινά τη δουλειά της στις 8:00 π.μ., αλλά ήταν αβέβαιο πότε θα έφευγε από εκεί, καθώς η ώρα λήξης της βασιζόταν στις παραγγελίες που λάμβανε από το εργοστάσιο. Όποτε υπήρχαν πολλές παραγγελίες, οι εργάτ(ρι)ες έπρεπε να δουλέψουν όλη νύχτα μέχρι την επόμενη μέρα.

Αυτό το είδος εργασίας είναι ράψιμο ενδυμάτων με το κομμάτι. Κερδίζεις ανάλογα με το πόσα κάνεις. Αν ρωτάς πόσα παίρνω, υπήρχαν μέρες που δεν πληρωνόμουν καθόλου. Δεν θυμάμαι πόσα κομμάτια ράβω κάθε μέρα, αλλά ξέρω ότι υπήρχε πολύ λίγος χρόνος για ξεκούραση. Όταν επέστρεφα από τη δουλειά, ένιωθα εξαντλημένη, σε σημείο που δεν μπορούσα ούτε να φάω. Δούλεψα εκεί για ένα χρόνο και σε κανονικές εποχές (πριν από τον Covid-19) ο μεγαλύτερος μισθός που έπαιρνα ήταν 9.000 μπατ (257 δολάρια ΗΠΑ).

Οι εργαζόμενοι/ες σε αυτό το εργοστάσιο έχουν μόνο μία ημέρα άδεια το μήνα, την ημέρα που λαμβάνουν τον μισθό τους.

Το να ζητήσεις αναρρωτική άδεια δεν ήταν εύκολο. Πρέπει να πεθαίνεις, ας πούμε, για να σου επιτρέψει ο εργοδότης να πας στο νοσοκομείο. Όταν ανάρρωσα, πήρα μόνο 1 δισκίο παρακεταμόλης. Η ζωή των εργαζομένων είναι δύσκολη. Δεν είμαι μόνο εγώ. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι φίλοι μου.

Αφού η Ma Ma Khin και πάνω από εκατό μετανάστ(ρι)ες εργάτ(ρι)ες στο εργοστάσιο συγκεντρώθηκαν για να απαιτήσουν δίκαιους μισθούς για τους εαυτούς τους, ο εργοδότης έκλεισε τις πύλες του εργοστασίου και εμπόδισε το προσωπικό να πάει στη δουλειά. Οι προσπάθειες της Ma Ma Khin να απαιτήσει δίκαιο μισθό τελείωσαν με την απόλυσή της. Ο εργοδότης της έβαλε το όνομά της και τα ονόματα άλλων ηγετών διαμαρτυρίας σε μαύρη λίστα και σε άλλους ιδιοκτήτες εργοστασίων είπαν να μην προσλάβουν αυτή την ομάδα εργαζομένων. Η Ma Ma Khin παραμένει άνεργη μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, η Ma Ma Khin δεν έχει τελειώσει με τη μάχη. Αυτή και οι συνάδελφοί της βοηθήθηκαν από ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την κατάθεση μήνυσης κατά μιας βρετανικής εταιρείας, που κατέχει τις μάρκες ρούχων, των οποίων τα προϊόντα κατασκευάζονταν από εργοστάσια-«γαλέρες».

Ερωτηθείσα για τις δυσκολίες που υφίσταντο οι εργαζόμενοι/ες στο εργοστάσιο ρούχων, η Ma Ma Khin ανέφερε ότι «η ζωή κάποιου/ας που ράβει ρούχα είναι πολύ οδυνηρή. Στην πραγματικότητα, τα ρούχα που φορούν οι ξένοι είναι τα ίδια είδη ένδυσης, που φτιάχτηκαν με τον ιδρώτα και τα δάκρυα των εργαζομένων, που πρέπει να υποφέρουν γι’ αυτό».

Μια μετανάστρια εργαζόμενη διαβάζει ένα κομμάτι χαρτί, που δείχνει την εντολή εργασίας της, την πληρωμή και τις αφαιρεθείσες αμοιβές της. Φωτογραφία από Prachatai

Κοινωνική ασφάλιση ή αστυνομικό τέλος;

Η Ma Ma Khin εξήγησε επίσης ότι υπάρχει διαφθορά γύρω από την εκμετάλλευση και τη χρήση της καταναγκαστικής εργασίας σε εργοστάσια ραπτικής. Στα δελτία μισθοδοσίας που έλαβε, υπάρχει ένα πλαίσιο, που δείχνει ότι σε κάθε εργαζόμενο/η έχει αφαιρεθεί 3% από τον μισθό του. Το έγγραφο λέει ότι η έκπτωση είναι για «κοινωνική ασφάλιση», αλλά, στην πραγματικότητα, οι εργοδότες δεν εγγράφουν το προσωπικό τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Η Ma Ma Khin είπε ότι η πλειοψηφία των μεταναστ(ρι)ών εργατ(ρι)ών στο εργοστάσιο πιστεύουν ότι τα χρήματα, που αφαιρούνται κάθε μήνα στο όνομα της «κοινωνικής ασφάλισης», είναι στην πραγματικότητα ένα «αστυνομικό τέλος», που παίρνει ο εργοδότης για να πληρώσει την αστυνομία. Αυτό βασίζεται σε πληροφορίες, που τους είπε η διοίκηση.

Ο Thirawat Muphayak, Αναπληρωτής Έφορος Ερευνών στο Επαρχιακό Αστυνομικό Τμήμα Mae Sot, είπε στο Prachathai ότι «αστυνομικό τέλος» είναι ένας όρος χρησιμοποιούμενος μεταξύ μεταναστ(ρι)ών εργαζομένων και εργοδοτών και να αναφέρεται σε μια μορφή δωροδοκίας ονόματι «τέλος προστασίας».

Όλοι/ες οι μετανάστ(ρι)ες εργαζόμενοι/ες γνωρίζουν μόνο την αστυνομία. Ό,τι και να φοράει ένας στρατιωτικός, τους λένε αστυνομικούς. Ό,τι και να φοράει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, τους λένε αστυνομικούς, γιατί ξέρουν μόνο την αστυνομία, δεν ξέρουν στρατιωτικό και κυβερνητικό προσωπικό. Ο όρος «αστυνομικό τέλος» είναι ένα τέλος προστασίας, το κόστος της φροντίδας των πραγμάτων, όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος (ο διευθυντής του εργοστασίου).

Ο Αναπληρωτής Έφορος Ερευνών είπε ότι ο διευθυντής ομολόγησε κατά τη διάρκεια της έρευνας ότι πήραν χρήματα από τις αμοιβές των υπαλλήλων τους για να πληρώσουν στρατιωτικούς, αστυνομικούς και διοικητικούς υπαλλήλους. Ωστόσο, είπε ότι αυτός ο ισχυρισμός ήταν ψευδής και χρησιμοποιούνταν για να φοβίσει το προσωπικό να μην εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις.

Είναι ένα είδος ισχυρισμού, που λένε στους υπαλλήλους για να τους τρομάξουν και να τους εμποδίσουν να φύγουν από τις εγκαταστάσεις. Όταν δουλεύουν, πρέπει να μένουν στο εργοστάσιο και να συνεχίσουν να κάνουν υπερωρίες. Αυτός είναι ένας ψευδής ισχυρισμός. Όταν οι υπάλληλοι προσήχθησαν για ανάκριση και ρωτήθηκαν εάν είδαν αστυνομικούς να έρχονται να ζητήσουν χρήματα, κανένας από τους υπαλλήλους δεν το επιβεβαίωσε και κανείς δεν είπε πως είδε ό,τι ισχυρίστηκαν οι διευθυντές.

Ο Thirawat είπε ότι μια κοινή έρευνα μεταξύ του στρατού, της αστυνομίας και της διοίκησης έδειξε ότι δεν εμπλεκόταν κανένας αξιωματούχος στο είδος του εκβιασμού, που αναφέρουν οι εργαζόμενοι. Υποστήριξε ότι οι διευθυντές το είπαν στους εργαζόμενους ως λόγο για να αφαιρέσουν χρήματα από τον μισθό τους.

Πρόσθεσε ότι ένας υφιστάμενος διευθυντής του εργοστασίου ραπτικής αφαίρεσε χρήματα από τον μισθό των εργαζομένων ισχυριζόμενος ότι ήταν «αστυνομικό τέλος» και δημιούργησε έναν «κρυφό λογαριασμό». Ο υφιστάμενος διευθυντής και άλλοι εμπλεκόμενοι κατέσχαν την κάρτα αναλήψεων κάθε εργαζόμενου και απέσυραν τα χρήματα, που αφαιρούσαν από την αμοιβή των εργαζομένων πριν από την ημέρα πληρωμής.

Απαίτηση λογοδοσίας από διεθνικούς επενδυτές

Ο Suchart Trakoonhutip από το Ίδρυμα MAP έχει μια πρόταση για το πώς να γίνουν υπόλογοι οι ιδιοκτήτες των επώνυμων εταιρειών:

Είναι δυνατόν η κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα ταμείο και να ζητήσει άμεσες εισφορές από ξένους επενδυτές; Όποιος θέλει να επενδύσει στην Ταϊλάνδη, πρέπει πρώτα να συνεισφέρει σε αυτό το ταμείο και, εάν ο επενδυτής παραβιάζει [εργατικά] δικαιώματα και δραπετεύσει, η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα από αυτό το ταμείο για να αποζημιώσει τους εργαζόμενους σύμφωνα με τα δικαιώματά τους. Το είχαμε ήδη προτείνει εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν υπήρξε καμία ένδειξη σαφήνειας σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με αυτούς τους επενδυτές.

Ο Suchart ανέφερε το έργο της Clean Clothes Campaign, ενός διεθνούς οργανισμού υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων. Μέσω της εκστρατείας «Pay Your Workers», οι επώνυμες εταιρείες υποχρεούνται να συνεισφέρουν σε ένα ταμείο. Εάν ένα εμπορικό σήμα παραβιάζει τα δικαιώματα των εργαζομένων, το ταμείο χρησιμοποιείται για επέκταση βοήθειας στους πληγέντες εργαζόμενους. Ο Suchart πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στην Ταϊλάνδη απαιτώντας από τους επενδυτές να συνεισφέρουν σε ένα ταμείο, που μπορεί να γίνει προσβάσιμο σε μετανάστ(ρι)ες και εκτοπισμένους/ες εργαζομένους/ες.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.