Συνέντευξη με την Aleksandra Lun, γεννημένη Πολωνή και αναγνωρισμένη συγγραφέα στα ισπανικά

Το εξώφυλλο του μυθιστορήματος “Los palimpsestos” της Aleksandra Lun στην πρωτότυπη έκδοση του στα ισπανικά. Φωτογραφία του Filip Noubel, χρήση κατόπιν αδείας.

Οι ξενόφωνοι συγγραφείς, που γράφουν σε μια γλώσσα, η οποία δεν είναι η μητρική τους, αποτελούν ένα φαινόμενο, που αναπτύσσεται κατά τον 21ο αιώνα, ενόσω τα μεταναστευτικά ρεύματα παίρνουν παγκόσμια διάσταση προς πολλαπλούς προορισμούς. Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση ανάμεσα στους συγγραφείς, που μεγάλωσαν σε πολυγλωσσικό περιβάλλον, όπως αναφέρεται πολύ συχνά ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, και σε αυτούς που έμαθαν μια γλώσσα όντες ενήλικες και αποφάσισαν να γράψουν σε αυτό, που εθεωρείτο ξένη γλώσσα μέχρι αργά στη ζωή τους. Ένα σημερινό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι η Jhumpa Lahiri, αγγλόφωνη Μπεγκάλι-Αμερικανίδα συγγραφέας, που πλέον συγγράφει στα ιταλικά.

Aleksandra Lun. Φωτογραφία της Mirna Pavlović. Χρήση κατόπιν αδείας.

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί και η Aleksandra Lun, με μητρική γλώσσα την πολωνική, και αναγνωρισμένη μεταφράστρια, η οποία αποφάσισε μαι μέρα να γράψει επιστημονική φαντασία στα ισπανικά, τα οποία γνωρίζει από τα 19 της. Το βιβλίο της είναι καθαυτό μια σκέψη για τα γλωσσικά υβρίδια: “Les Palimpsestes,” που δημοσιεύθηκε το 2015 στα ισπανικά,και πλέον διατίθεται και στα αγγλικά. Αφηγείται την ιστορία του Czeslaw Przęśnicki, ενός Πολωνού συγγραφέα, που μεταναστεύει στην Ανταρκτική. Εκεί μαθαίνει την φανταστική γλώσσα, στην οποία γράφει ένα βιβλίο.

Ρώτησα την Aleksandra Lun ποιο είναι το κίνητρο, που ωθεί έναν συγγραφέα να υιοθετήσει μια ξένη ως τώρα γλώσσα και τι σημαίνει να γίνεσαι διάσημος συγγραφέας σε έναν ξένο πολιτισμό.

Filip Noubel : Εκ γενετής, η μητρική σας γλώσσα είναι τα πολωνικά, μάθατε τα ισπανικά στα 19 σας δουλεύοντας σε ένα καζίνο για να πληρώνετε τις σπουδές σας στην Ισπανία και βρίσκεστε σήμερα διάσημη και μεταφρασμένη συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα. Πώς συνέβη αυτή η γλωσσική ανακατεύθυνση;

Aleksandra Lun : Αν σκεφτούμε το τσέχικο ρητό πως ζούμε διαφορετική ζωή σε κάθε γλώσσα που γνωρίζουμε, έχω πολλές ζωές, όπως, είμαι σίγουρη ότι συμβαίνει με πολλούς αναγνώστες και αναγνώστριες του Global Voices. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα μπορούσα να είμαι 136 χρονών, γεγονός απογοητευτικό, δεδομένου ότι δεν έχω λάβει ούτε σύνταξη! Σύμφωνα με την δική μου ματιά, δεν υπάρχει γλωσσική ανακατεύθυνση παρά μόνο ότι σε μια από τις ζωές μου είμαι συγγραφέας.

Θα μπορούσαμε να δούμε τις γλώσσες ως πολυσύμπαντα, μια ιδέα που προέρχεται από την θεωρία της φυσικής, γνωστή ως Θεωρία Χορδών. Όπως ένα πολυσύμπαν, κάθε γλώσσα περιγράφει μια διαφορετική ιστορία, μια ιστορία που συμβαίνει ταυτόχρονα με όλες τις υπόλοιπες. Οι συγγραφείς είναι απλά τα άτομα, που συντάσσουν αυτές τις ιστορίες.

FN : Γράφετε επίσης και στα πολωνικά; Πολλοί συγγραφείς δίγλωσσοι ή ξενόφωνοι υποστηρίζουν συχνά ότι η συγγραφή σε μια γλώσσα εκ γενετής ξένη δημιουργεί αποστάσεις, γεγονός που τους βοηθά να εκφράζουν πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δύσκολα στην μητρική τους γλώσσα. Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη; 

AL : Για το βιβλίο “Les Palimpsestes”, έκανα έρευνες για τους συγγραφείς, που έχουν αλλάξει γλώσσα : διάσημοι μετανάστες όπως οι Σάμιουελ Μπέκετ, Άγκοτα Κριστόφ, Τζόζεφ Κόνραντ, Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Εμίλ Κιοράν κι άλλοι. Δεν βρήκα κανέναν κοινό παρανομαστή, διότι όλοι είχαν τους προσωπικούς τους λόγους, για τους οποίους δεν έγραφαν στην μητρική τους γλώσσα. Ορισμένοι πήραν την απόφαση σε μια συγκεκριμένη στιγμή, για άλλους αυτό έγινε φυσιολογικά. Για κάποιους, οι λόγοι αλλαγής γλώσσας ήταν προσωπικοί και για κάποιους άλλους, εμπορικοί. Ο Κόνραντ έλεγε ότι σε καμία περίπτωση δεν διάλεξε ο ίδιος τα αγγλικά, τα αγγλικά τον διάλεξαν. Είπε, επίσης, ότι τα αγγλικά ήταν η μόνη γλώσσα στην οποία μπόρεσε ποτέ να γράψει ενώ η Άγκοτα Κριστόφ επιβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να γράψει σε οποιαδήποτε γλώσσα. Υπάρχει ποικιλία επιλογών και κινήτρων, όλα είναι θεμιτά.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν γράφω στα πολωνικά, αφού στις μεταφράσεις μου γράφω συνέχεια στα πολωνικά. Ωστόσο, οι μούσες μού μιλούν στα ισπανικά, οπότε το να μεταφράζω τις φωνές τους στα πολωνικά θα ήταν διπλή δουλειά. Σχετικά με την απόσταση που υποτίθεται ότι δημιουργείται γράφοντας σε μια ξένη γλώσσα, πιστεύω ότι όλα εξαρτώνται από την σχέση που έχουμε με αυτήν. Κατά τη γνώμη μου, τα ισπανικά είναι η πιο φυσιολογική επιλογή. Το να τα χρησιμοποιώ είναι σαν να βουρτσίζω τα δόντια μου – ακόμη κι αν δεν πάρω ποτέ σύνταξη, είμαι περήφανη που θα διατηρώ την οδοντοστοιχία μου.

Εξώφυλλο του μεταφρασμένου στα αγγλικά The Palimpsests. Φωτογραφία από την Aleksandra Lun, χρήση κατόπιν αδείας.

FN : Εργάζεστε επίσης ως επαγγελματίας μεταφράστρια. Πώς αυτό επηρεάζει τη σχέση σας με τις γλώσσες;

AL: Η δουλειά του μεταφραστή παραπέμπει σε αυτήν του γιατρού Φρανκενστάιν: εφόσον σκοτώνετε ένα κείμενο σε μια γλώσσα, το επαναφέρετε σε μια άλλη. Κόβετε το θύμα σας σε κομμάτια, τα επανασυναρμολογείτε και εύχεστε ότι το θύμα αποχωρεί από την κλινική με καλύτερη εμφάνιση από τον ασθενή του Φρανκενστάιν. Κατά την διαδικασία, χάνετε λίγο την ηρεμία του πνεύματος και πολλές προκαταλήψεις της δικής σας γλώσσας. Είναι μια χαρούμενη απώλεια, επειδή σας βγάζει έξω από την ιστορία μιας συγκεκριμένης κουλτούρας και σας μεταφέρει σε μια πολύ μεγαλύτερη ιστορία, κοινή σε όλους.

Τώρα, καταλαβαίνετε τι συμβαίνει στην αφάνεια αρχίζετε να βλέπετε τις γλώσσες πέρα από το επιφανειακό στρώμα του λεξιλογίου και της προφοράς του. Βλέπετε τα όργανα και τις συνδέσεις μεταξύ τους, δηλαδή την σύνταξη, και κατανοείτε ότι πρόκειται για μια από τις πολλές επιλογές. Και αρχίζετε να διερωτάστε. Γιατί μερικές γλώσσες χρησιμοποιούν οριστικά και αόριστα άρθρα; Κάποια στιγμή, πρέπει να υπήρχε μια επιτακτική και μυστηριώδης ανάγκη να κατηγοριοποιήσουμε την πραγματικότητα σε “πράγματα για τα οποία ξέρουμε κάτι” και “πράγματα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτα”. Προέρχομαι από σλαβικές γλώσσες, όπου βλέπουμε μόνο “πράγματα”, βρίσκω συναρπαστικό ότι μεγαλώνουμε σε τόσο διαφορετικές πραγματικότητες.

FN : Κατά τη γνώμη σας, τι σημαίνει “γνωρίζω άπταιστα” ή “κατέχω” μια γλώσσα;

AL : Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, φαίνεται να έχουμε εμμονή με το να “μιλάμε” μια γλώσσα, η απόλυτη κατοχή σε αντίθεση με το να σκεφτόμαστε, ονειρευόμαστε ή να γράφουμε σε αυτή τη γλώσσα. Πέρα από αυτήν την αφήγηση, η οποία είναι αποτέλεσμα της δυτικής δικτατορίας της εξωστρέφειας, η γλώσσα είναι ένας κόσμος, στον οποίο επιλέγετε να ζήσετε. Αν ζείτε σε αυτόν τον κόσμο, κατέχετε και την γλώσσα του.

FN : Το βιβλίο σας είναι υπερβολικά αστείο, αλλά αγγίζετε και ευαίσθητα θέματα : ταυτότητα, απόρριψη, μετανάστευση, εξορία και επιθυμία για ενσωμάτωση. Πώς συνδέεται η γλώσσα με αυτά τα θέματα;

AL : Το χιούμορ είναι ένα αποτελεσματικό αφηγηματικό εργαλείο, διότι επαναφέρει στα πράγματα τις αναλογίες τους. Όταν είστε μετανάστης, το τελευταίο πράγμα που περιμένουμε είναι να είστε αστείος. Όταν φτάνετε σε έναν νέο πολιτισμό, σας ζητούν να συμπεριφέρεστε όπως όταν προσκαλείστε σε ένα οικογενειακό τραπέζι στην θεία σας : να καθίσετε όπως αρμόζει, να αδειάσετε το πιάτο σας, να μην μιλάτε και να χαμογελάτε συχνά. Αν ενδιαφέρεστε λίγο για τον πολιτισμό, μπορείτε να ακούτε αυτά που λένε οι πνευματικοί φίλοι της θείας σας, ίσως να κρατάτε σημειώσεις και να προσπαθείτε αργότερα να τις μεταφράσετε για τους λιγότερο τυχερούς φίλους σας που δεν ήταν καλεσμένοι. Αυτό που κανείς δεν περιμένει από εσάς είναι να φτάσετε στο σπίτι της θείας σας ντυμένος Μπομπ Σφουγγαράκης, να καθίσετε όπου θέλετε, να καταβροχθίσετε το χορτοφαγικό μπέργκερ που φέρατε και να αρχίσετε να λέτε πνευματώδη αστεία.

Η ισότητα είναι δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς χιούμορ, γιατί το χιούμορ από μόνο του είναι μορφή ισότητας.

FN : Το πρώτο σας βιβλίο μεταφράστηκε στα γαλλικά και τα αγγλικά και η μετάφρασή του στα ολλανδικά βρίσκεται σε εξέλιξη. Πώς προτιμάτε να σας χαρακτηρίζουν, ως Πολωνή συγγραφέα ή Ισπανίδα, δεδομένου ότι το δεύτερο βιβλίο σας θα είναι επίσης γραμμένο στα ισπανικά; Ή απλώς ως συγγραφέα;

AL: Θέλω να με χαρακτηρίζουν ως ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, αν αυτό αρέσει στο άτομο, το οποίο μιλάει για εμένα! Ξέρω πως πάντα θα με κατατάσσουν βάσει της συμμετοχής μου σε αυτόν ή τον άλλον πολιτισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσδιορίζομαι με μια ετικέτα. Σε αυτόν το παροδικό κόσμο, η εθνικότητα μπορεί να αποτελεί μαι πάγια και υποκειμενική κατηγορία, παρόλο που είναι μία από τις λιγότερο υποκειμενικές. Περιγράφει μόνο ένα από τα εξωτερικά μας χαρακτηριστικά βάσει ιστορικής οπτικής. Το διαβατήριό σας δεν λέει τίποτα για το άτομο που είστε σήμερα.

Η ιδέα της εθνικής λογοτεχνίας είναι από μόνη της υπερβολική. Κανένας άλλος καλλιτεχνικός τομέας δεν διακρίνεται σε αυτές τις κατηγορίες – δεν ακούμε ποτέ να μιλούν για “λιθουανικά ροκ συγκροτήματα” ή για “Νιγηριανούς φωτογράφους”, έτσι δεν είναι; Υπάρχει μια αιτία λογικής για τον διαχωρισμό των εθνικοτήτων δεδομένου ότι ένα βιβλίο είναι κωδικοποιημένο σε μια γλώσσα και χρειάζεται να μεταφραστεί για να προσελκύσει αναγνώστες που δεν το καταλαβαίνουν. Αλλά μόλις επανακωδικοποιηθεί, η ανθρώπινη εμπειρία που περιέχει δεν διαφέρει από αυτήν ενός βιβλίου που έχει δημοσιευθεί στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Ένα διαβατήριο δεν είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση, ακόμη κι αν η ουρά στο αεροδρόμιο είναι αρκετά μεγάλη. Προτείνω καλύτερα την ανάγνωση των ετικετών των σαμπουάν στο μπάνιο.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.