Ως Περουβιανή που ζει στη Γερμανία, ο κύριος τρόπος για να ανακαλύψω τι συνέβαινε στο Περού ήταν μέσω των περουβιανών κοινωνικών δικτύων και του περουβιανού Τύπου. Η κάλυψη στη Γερμανία σχετικά με το θέμα ήταν ελάχιστη και, εντός της περιορισμένης ποσότητας που έχω δει, το μεγαλύτερο ποσοστό προέρχεται από πηγές, που ειδικεύονται στην κάλυψη τρεχόντων ζητημάτων στη Λατινική Αμερική (όπως η Deutsche Welle στα ισπανικά). Μια Περουβιανή ξαδέρφη μου στις ΗΠΑ μου είπε ακριβώς το ίδιο πράγμα: ούτε εκεί τα ΜΜΕ κάλυψαν τις διαδηλώσεις στο Περού. Και αμφιβάλλω ότι αυτές είναι μεμονωμένες περιπτώσεις.
Μεταξύ 9 και 17 Νοεμβρίου, το Περού συγκλονίστηκε από μεγάλες διαδηλώσεις πολιτών, που κατεστάλησαν βάναυσα από τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι διαδηλωτές κατηγόρησαν το Κογκρέσο για την αντισυνταγματική απομάκρυνση του προέδρου της χώρας από το αξίωμα. Παρόλο που οι διαδηλώσεις ηρέμησαν μετά τον διορισμό του Φρανσίσκο Σαγκάστι ως νέου προέδρου μέχρι τις επόμενες εκλογές, πυροδοτήθηκε μια πολιτική κρίση, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ο τρόπος, με τον οποίο ο διεθνής Τύπος απορρίπτει ειδήσεις, που προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες, με παραπέμπει στην αντίληψη του ανθρωπολόγου Greg Beckett περί “συνήθους έκτακτης ανάγκης”. Ο Beckett επισημαίνει ότι αυτές οι χώρες θεωρούνται από το εξωτερικό πάντα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τόσο πολύ ώστε να απουσιάζουν μικρολεπτομέρειες, όταν συμβαίνουν γεγονότα σε πρωτοφανή επίπεδα. Έτσι, σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις δεν παρέχεται η κατάλληλη κάλυψη, διότι κάθε έκτακτη ανάγκη, ακόμη και η πιο σοβαρή, είναι “απλώς άλλη μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης” από την οπτική γωνία ενός εξωτερικού παρατηρητή. Αφού είδα την απουσία μιας κάποιας ανάλυσης, που να υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα, έφτασα στο συμπέρασμα ότι ο διεθνής Τύπος θεωρούσε επίσης τα γεγονότα στο Περού ως μια “συνηθισμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.
Υπό αυτήν την έννοια, ο διεθνής Τύπος απέτυχε να αναγνωρίσει εγκαίρως ότι η έκτακτη ανάγκη, που βίωσε το Περού τον περασμένο Νοέμβριο, ήταν κάτι πολύ πιο περίπλοκο από μια διαδήλωση: από τη μία πλευρά, είναι ένα ιστορικό ορόσημο στη σύγχρονη πολιτική ζωή του Περού και από την άλλη, εντός της διεθνούς κοινότητας, αντιπροσωπεύει άλλη μια περίπτωση αστυνομικής βίας και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα σημείο καμπής, επειδή ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, που πραγματοποιήθηκε μια τέτοια διαδήλωση, στην οποία η πλειονότητα των διαδηλωτών δεν ήταν πολιτικοποιημένοι. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι τι επισημαίνει ο συγγραφέας Carlos León Moya, όταν λέει: “Δουλεύουμε με αντιδιαισθητικό τρόπο. Δεν ισχύει το «πρώτα οργανώνεις, μετά κάνεις πορεία». Είναι «πρώτα κάνεις πορεία, μετά οργανώνεις». Η συντριπτική πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν έχει καμία απολύτως σχέση με πολιτικές οργανώσεις ή κόμματα και σίγουρα δεν θα έχει καμία ούτε στο μέλλον. Αυτό όμως δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμαρτυρία. Φαίνεται ότι η προϋπόθεση, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, ήταν ότι είμαστε κατάκοποι. Έχουμε κουραστεί από την πολιτική μας ηγεσία, οπότε βγαίνουμε για να διαμαρτυρηθούμε.
Και το γεγονός ότι κατάφεραν να προσπεράσουν τους προϋπάρχοντες οργανισμούς και, παρόλ’ αυτά, να διαμαρτυρηθούν αποτελεσματικά δείχνει τη δεύτερη σκέψη του Leon Moya: τη σχέση του διαδικτύου και των ψηφιακών κοινοτήτων με τη συγκέντρωση ανθρώπων και τη μετάδοση πληροφοριών: από την κοινή χρήση τεχνικών, που χρησιμοποιήθηκαν στο Χονγκ Κονγκ, για την εξουδετέρωση βομβών δακρυγόνων, μέχρι την εξάπλωση ενός καταλόγου με τους αγνοούμενους μετά τις διαδηλώσεις.
Στα τέλη Νοεμβρίου, μάθαμε ότι το 13% του έθνους συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις και το 73% του έθνους έχει εκφράσει υποστήριξη στους διαδηλωτές. Αυτό έχει πλέον γίνει μέρος της σύγχρονης ιστορίας του Περού, γιατί είναι η πρώτη φορά από την Πορεία των Τεσσάρων Γωνιών (2000), που τόσοι Περουβιανοί συγκεντρώθηκαν για έναν κοινό σκοπό. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο με εντυπωσίασε η σχετική έλλειψη σπουδαιότητας, που δόθηκε στην υπόθεση, στον Τύπο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επίσης, εκπλήσσομαι που ο διεθνής Τύπος δεν έχει επισημάνει την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Εθνική Αστυνομία του Περού: σχεδόν εκατό τραυματίες, δεκάδες αγνοούμενοι νέοι για μέρες και δύο νεκροί σε μια χώρα (κατ’ αρχήν) δημοκρατική. Πώς είναι δυνατόν ο ξένος Τύπος να μην το θεωρεί άξιο ειδησεογραφικής αναφοράς;
Το έτος 2020 δεν θα το θυμόμαστε μόνο ως έτος COVID-19 στην παγκόσμια σκηνή, αλλά και ως έτος, κατά το οποίο οι αστυνομικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο έχουν δείξει ότι μπορούν να ποδοπατήσουν το δικαίωμα διαμαρτυρίας και γενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είδαμε αστυνομική βαρβαρότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον των διαδηλωτών του κινήματος “Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε”. Είδαμε την αδικαιολόγητα βίαιη απάντηση της αστυνομίας σε διαδηλωτές κατά της Ειδικής Μονάδας Κατά των Ληστειών (SARS) στη Νιγηρία και έχουμε επίσης δει πώς το κίνημα Ελεύθερη Νεολαία στην Ταϊλάνδη αντιμετώπισε παρενόχληση και εκφοβισμό από τις ταϊλανδέζικες Ένοπλες Δυνάμεις.
Δεν βλέπετε κάποιο μοτίβο; Το επίπεδο αστυνομικής βίας στο Περού μεταξύ 9 Νοεμβρίου και 15 Νοεμβρίου συγκρίνεται εύκολα με τα γεγονότα στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Νιγηρία και την Ταϊλάνδη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Το ζήτημα του Περού είναι ένα ακόμη συναρπαστικό παράδειγμα του γιατί αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο εθνικό πρόβλημα, αλλά πρόβλημα για την παγκόσμια κοινότητα και γιατί είναι τόσο επείγον οι Αρχές να ανταποκριθούν όχι μόνο στην τοπική δικαιοσύνη, αλλά και σε ολόκληρη την παγκόσμια κοινότητα, που υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το να βασιστείς στην παγκόσμια κοινότητα ως σύμμαχο για άσκηση πίεσης στις Αρχές σε περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας θα ήταν πολύτιμος πόρος για να βοηθήσει στην εξισορρόπηση της εξουσίας μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτών και, συνεπώς, να αυξήσει τον βαθμό εξουσίας του μέσου πολίτη. Έχουμε ήδη την τεχνολογία με το μέρος μας για να κάνουμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, η ικανότητα των ατόμων να μεταδίδουν το μήνυμά τους στο Διαδίκτυο απέχει πολύ από το να έχουν την ίδια εμβέλεια ή αντίκτυπο με τον θεσμοθετημένο Τύπο, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και, ακόμη περισσότερο, διεθνώς.
Ως εκ τούτου, νομίζω ότι είναι συνεπές με την αποστολή της δημοσιογραφίας ο Τύπος – όχι μόνο ο περουβιανός ή ο λατινοαμερικάνικος, αλλά και ο παγκόσμιος – να πρέπει επίσης να ασχολείται με ό,τι συμβαίνει στο Περού και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, ειδικά για ένα ζήτημα, που αφορά άμεσα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν υπάρχουν “συνήθεις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης”.