Το Μεξικό ενέκρινε ένα σχέδιο καταγραφής βιομετρικών δεδομένων, ονομάτων και διευθύνσεων χρηστών κινητών τηλεφώνων σε μια βάση δεδομένων, κάτι που ακτιβιστές χαρακτηρίζουν ως ανησυχητική απόφαση. Η μεξικανική κυβέρνηση έχει ήδη αποτύχει πολλές φορές να προστατεύσει τα προσωπικά δεδομένα.
Η Γερουσία της Δημοκρατίας του Μεξικού ενέκρινε και στη συνέχεια δημοσίευσε στις 16 Απριλίου διάταγμα, που τροποποιεί την μεξικανική νομοθεσία για τις τηλεπικοινωνίες και εκπομπές για τη δημιουργία του Εθνικού Μητρώου Χρηστών Κινητής Τηλεφωνίας (Padrón Nacional de Usuarios de Telefonía Móvil, PANAUT στα ισπανικά).
Το μητρώο είναι μια βάση δεδομένων, που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τους συνδρομητές των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, που διαχειρίζονται οι τηλεφωνικοί φορείς. Αυτό καθορίζει το διάταγμα:
Registration of the cell phone number in the National Registry of Mobile Telephony Users will be mandatory for the users, who will have to provide official identification, proof of address and biometric data for the activation of the cell phone services (…)
Η εγγραφή του αριθμού κινητού τηλεφώνου στο Εθνικό Μητρώο Χρηστών Κινητής Τηλεφωνίας θα είναι υποχρεωτική για τους χρήστες, οι οποίοι θα πρέπει να παρέχουν επίσημη αναγνώριση, απόδειξη διεύθυνσης και βιομετρικά δεδομένα για την ενεργοποίηση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας (…)
Αυτό σημαίνει ότι οι χρήστες κινητών τηλεφώνων στο Μεξικό υποχρεούνται να καταχωρίσουν τις κάρτες SIM τους μαζί με τα προσωπικά και βιομετρικά δεδομένα τους, όπως δακτυλικά αποτυπώματα και χαρακτηριστικά προσώπου. Οι τηλεφωνικοί φορείς θα είναι υπεύθυνοι για τη συλλογή και διαχείριση αυτών των αρχείων. Εκτιμάται ότι η δημιουργία του μητρώου θα κοστίσει 700 εκατομμύρια πέσος ή 35,4 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.
Η δικαιολογία για την πραγματοποίηση αυτών των νομοθετικών αλλαγών, σύμφωνα με τη Μεξικανική Γερουσία, είναι η “συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές σε θέματα ασφάλειας και δικαιοσύνης σε θέματα, που σχετίζονται με τη διάπραξη παράνομων πράξεων”. Μέχρι το 2019, περίπου 22,3 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν θύματα εγκλήματος, σύμφωνα με εθνικά στοιχεία. Η επίτευξη της “ειρήνης και ασφάλειας” ήταν μια από τις πιο σημαντικές βασικές υποσχέσεις του Μεξικού Προέδρου Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραντόρ, όταν εξελέγη το 2018.
Οι επικρίσεις προέκυψαν κατά τη νομοθετική διαδικασία και μετά την έγκρισή της. Η οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών Δίκτυο για την Υπεράσπιση των Ψηφιακών Δικαιωμάτων, ή R3D, προειδοποίησε στα πρώτα στάδια ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτός ο τύπος μηχανισμού συμβάλλει στη μείωση των εγκλημάτων. Είπαν επίσης ότι αυτοί οι μηχανισμοί είναι εύκολο να αποφευχθούν. Εν τω μεταξύ, η βάση δεδομένων παραβιάζει επίσης θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το απόρρητο, και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των ατόμων λόγω της πιθανότητας μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης ή διαρροής προσωπικών δεδομένων. Η οργάνωση δηλώνει ότι θα επηρέαζε το τεκμήριο αθωότητας, δεδομένου ότι “η μεταρρύθμιση ορίζει ότι όλες οι νομικές πράξεις, που εκτελούνται από έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου, [θα αποδοθούν] στο άτομο, που είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο“, που σημαίνει ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι δεν είναι υπόλογα, για παράδειγμα, σε περίπτωση κλοπής ή πλαστοπροσωπίας.
Ένας τομέας της βιομηχανίας ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, που περιλαμβάνει 1.000 εταιρείες, ζήτησε από τους νομοθέτες να απορρίψουν το νομοσχέδιο. Υποστηρίζουν ότι θα ήταν δύσκολο να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων σε ένα περιβάλλον, όπου κάθε φορέας εκμετάλλευσης χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνολογίες και ότι αυτή η πρωτοβουλία θα αποθάρρυνε περαιτέρω επενδύσεις, επιπλέον του ισχυρισμού ότι δεν θα μειώσει τα επίπεδα εγκληματικότητας.
Στο Μεξικό, ενώ υπάρχει αύξηση της εμπιστοσύνης στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι Μεξικανοί ανέφεραν επίσης αύξηση 7,5% στον αριθμό των θυμάτων διαφθοράς, σύμφωνα με την Εθνική Έρευνα του 2019 για την ποιότητα και τον αντίκτυπο της κυβέρνησης. Οι οργανισμοί φοβούνται ότι ο κατάλογος των προσωπικών δεδομένων θα χαθεί και θα πέσει στα χέρια κακόβουλων ατόμων, αυξάνοντας έτσι το αίσθημα ανασφάλειας.
Αρκετές περιπτώσεις καταγράφηκαν στο Μεξικό, όπου κυβερνητικοί θεσμοί απέτυχαν να προστατεύσουν τα προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με την ομοσπονδιακή υπηρεσία, που είναι υπεύθυνη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι το Υπουργείο Δημόσιας Λειτουργίας, το οποίο αποκάλυψε τα στοιχεία 830.000 δημοσίων υπαλλήλων της ομοσπονδιακής διοίκησης.
Μια άλλη παρόμοια περίπτωση συνέβη στον τομέα της υγείας. Το 2018, διέρρευσαν 2,3 εκατομμύρια κλινικά αρχεία και απελευθερώθηκαν από την πολιτεία Μιτσοακάν. Οι ομοσπονδιακές Αρχές αποφάσισαν ότι η “πιθανή ευθύνη” ανήκει στην εταιρεία τεχνολογίας Hova Health. Στον ίδιο τομέα, το 2020, μια έρευνα αποκάλυψε ότι τα προσωπικά δεδομένα ασθενών, που απασχολούνται από το κράτος, ήταν διαθέσιμα σε μηχανές αναζήτησης στο Διαδίκτυο.
Η δημιουργία ενός παρόμοιου μητρώου επιχειρήθηκε το 2009, το λεγόμενο Εθνικό Μητρώο Χρηστών Κινητής Τηλεφωνίας (Registro Nacional de Usuarios de Telefonía Móvil, ή RENAUT στα ισπανικά). Λειτούργησε μόνο δύο μήνες, προτού διακοπεί, αφού αναφέρθηκε ότι η βάση δεδομένων ήταν προς πώληση. Το 2013, το εκλογικό μητρώο πωλήθηκε επίσης στο διαδίκτυο.
Οι πολίτες έχουν αναλάβει νομική δράση κατά της δημιουργίας του μητρώου κινητών τηλεφώνων, αλλά η πλειονότητα αυτών των ενεργειών απορρίφθηκε από τους δικαστές. Από την πλευρά του, το Εθνικό Ινστιτούτο Διαφάνειας, Πρόσβασης σε Πληροφορίες και Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων αποφάσισε να υποβάλει αγωγή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης με το Σύνταγμα, διότι θεωρεί ότι το μητρώο παραβιάζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την πρόσβαση σε πληροφορίες. Το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιών (IFT) συμμετείχε επίσης σε αυτές τις ενέργειες, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να διαθέσει πόρους για τη δημιουργία και τη λειτουργία του μητρώου, καθώς δεν εγκρίθηκε προϋπολογισμός και θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει την ελευθερία έκφρασης και πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.
Από την πλευρά της, η πρωτοβουλία #NoALPadrón (#ΌχιΣτοΜητρώο), αποτελούμενη από 10 κοινωνικές οργανώσεις, ζήτησε από την Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CNDH), μια αυτόνομη κρατική υπηρεσία να υποβάλει καταγγελία για αντισυνταγματικότητα του μητρώου. Ωστόσο, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν θα συμμετάσχει και θα παρακολουθήσει μόνο.