Στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του να διερευνήσει το ρόλο των γυναικών στις επιστήμες, το Global Voices μίλησε με την Caroline Geisler, PhD, ανεξάρτητη ερευνητική συνεργάτιδα στο τμήμα νευροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ Μαξιμίλιαν στο Μόναχο. Η Geisler εργάζεται στον τομέα της υπολογιστικής νευροεπιστήμης, με έμφαση στην εμφάνιση και τη λειτουργία της ρυθμικής νευρωνικής δραστηριότητας.
Έχοντας εισέλθει στον κόσμο της επιστήμης με πρωταρχικό ενδιαφέρον για τη φυσική, το ενδιαφέρον της έχει μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της από πιο αφηρημένες σε πιο ανθρωποκεντρικές σπουδές γύρω από τη ζωή. Μοιράζει το χρόνο της μεταξύ του πανεπιστημιακού εργαστηρίου γνωστικής και νευρικής πλαστικότητας και διδάσκοντας φοιτητές μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών.
Global Voices (GV): Τι πυροδότησε το ενδιαφέρον σας για την φυσική και σας ενέπνευσε να γίνετε επιστήμονας;
Caroline Geisler (CG): Είχα πάντα μαθηματικό μυαλό και ήμουν πολύ καλή στα μαθηματικά, κάτι που στο λύκειο έγινε αρκετά ξεκάθαρο. Ενδιαφερόμουν για το διάστημα, τα μικρά σωματίδια, τους υπολογιστές και κυριολεκτικά ήθελα να γίνω επιστήμονας πυραύλων. Σπούδασα σε σχολή θηλέων και είχα μια ομάδα φίλων με τα ίδια ενδιαφέροντα: μαθαίναμε απ’ έξω τα αστέρια στον ουρανό, αντί να πηγαίνουμε για ψώνια για ρούχα. Φυσικά, το ότι περιβαλλόμουν από την παρέα μου με τα ίδια ενδιαφέροντα, ενίσχυσε το πάθος μου για την επιστήμη.
GV: Συμφωνείτε ότι, εκείνη την εποχή, οι επιστήμες, ιδιαίτερα η φυσική, θεωρούνταν ότι ανήκαν στο αρσενικό βασίλειο και ότι για μια γυναίκα θα ήταν πιο δύσκολο να οικοδομήσει μια σταδιοδρομία σε αυτόν τον τομέα;
CG: Υπό αυτήν την έννοια, ήταν πλεονέκτημα να σπουδάζω σε σχολή θηλέων, γιατί εκεί, η διάσταση μεταξύ των φύλων απλά δεν υφίστατο. Μερικές φορές, αναρωτιέμαι αν θα είχα διαλέξει τις επιστήμες με τον ίδιο ενθουσιασμό, αν είχα σπουδάσει σε μικτή σχολή. Και δεν έχω ακόμα οριστική απάντηση. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι τα κορίτσια από σχολές θηλέων είναι πιο πιθανό να εισέλθουν σε πεδία, που κυριαρχούνται από άνδρες, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει διαχωρισμός φύλου, ο οποίος σε κάποιο βαθμό δημιουργεί ορισμένα διανοητικά εμπόδια.
Στο δημοτικό, όπου ήμουν σε μικτές ομάδες, ο δάσκαλος στα μαθήματα φυσικής έδινε πάντα τα πειράματα σε αγόρια, αλλά όχι σε μένα, αν και ήθελα να κάνω κι εγώ πειράματα και ένιωθα εξαιρετικά αδικημένη. Έτσι, το γεγονός ότι σπούδασα σε μια τέτοια σχολή ίσως είχε παίξει ρόλο στην επιλογή μου.
Κι ήμουν τυχερή που είχα πολύ υποστηρικτικούς δασκάλους, που αναγνώρισαν τα δυνατά μου σημεία και πίστευαν σε μένα, ενθαρρύνοντάς με έτσι να “βουτήξω” εντελώς στα βαθιά στον κόσμο της επιστήμης. Θυμάμαι, είχα έναν πολύ καλό δάσκαλο μαθηματικών, ο οποίος την εποχή, που πάλευα με τα αγγλικά μου, ήρθε και με ενθάρρυνε λέγοντας: “Σε καταλαβαίνω πολύ καλά, γιατί κι εγώ είχα πάντα προβλήματα με τα αγγλικά. Αλλά είσαι καλή στα μαθηματικά και στη ζωή σου αυτό μετράει”. Η υποστήριξή του ήταν πολύ σημαντική για μένα και με βοήθησε να μην απογοητεύομαι.
GV: Και με την πανεπιστημιακή προπτυχιακή σας ζωή; Τι ποσοστό γυναικών υπήρχε στη σχολή φυσικής; Είδατε κάποια διαφορά στη μεταχείριση των φοιτητριών;
CG: Βασικά όχι, καθόλου. Αν και υπήρχαν μόνο περίπου 10% γυναίκες στη σχολή και σε ορισμένα μαθήματα ήμουν η μόνη γυναίκα, απλά με ώθησε να αποδώσω καλύτερα. Επειδή το να είσαι σχεδόν η μόνη κοπέλα σε μια ομάδα δεν σου δίνει την ευκαιρία να χαθείς μες στο πλήθος, να εξαφανιστείς από το βλέμμα του καθηγητή. Το να ξεχωρίζεις σε κάνει να σκέφτεσαι πάντα διπλά πριν πεις κάτι μεγαλόφωνα, γιατί, αν είναι κάτι ανόητο, τότε ξέρεις ότι όλοι θα θυμούνται ποια το είπε. Αυτό το “δεν έχω το περιθώριο να κρυφτώ” με ενόχλησε λίγο και με έκανε να νιώθω άβολα μερικές φορές, αλλά αυτές οι ανησυχίες ήταν περισσότερο πράγματα του μυαλού μου, που δεν προκλήθηκαν από κακές προθέσεις ή προκατειλημμένες στάσεις από τους καθηγητές.
Πολύ περιστασιακά, σημειώνονταν ελαφρές και ασυνείδητες προκαταλήψεις φύλου. Για παράδειγμα…ένας πιο ηλικιωμένος καθηγητής σε μια διάλεξη για τη θερμοδυναμική έδωσε ένα παράδειγμα ψησίματος κέικ και στράφηκε σε μένα λέγοντας: “Βασικά, πρέπει να το ξέρεις αυτό, ε;”. Και του απάντησα: “Γιατί; Συγγνώμη, δεν το ξέρω”. Επειδή, στην πραγματικότητα, δεν είχα ιδέα πώς να φτιάχνωω κέικ τότε.
Από την άλλη, είχα μια καθηγήτρια φυσικής, που ήταν πολύ ευγενική και στοργική και ιδιαίτερα εξυπηρετική και υποστηρικτική προς εμένα. Εν μέρει, εξηγώ την καλή της θέληση από το γεγονός ότι ήμουν η μόνη κοπέλα της ομάδας και ένιωθε λοιπόν κάποια ιδιαίτερη σχέση μαζί μου και την τάση να με βοηθήσει. Το παράδειγμά της μου έδειξε ότι θα μπορούσα κι εγώ να επιτύχω στις επιστήμες και σίγουρα επωφελήθηκα από την υποστήριξή της.
GV: Πώς νιώθετε ως γυναίκα στον τομέα της φυσικής; Και τι ρόλο παίζει, εάν παίζει, το φύλο σε αυτόν τον τομέα της επιστήμης;
CG: Αισθάνομαι ότι, στη φυσική, τις περισσότερες φορές είσαι είτε καλός είτε όχι και οι υπόλοιποι σίγουρα το γνωρίζουν. Στις θετικές επιστήμες, όπως η φυσική…δε σε βοηθάει το να λες απλά σε όλους ότι είσαι υπέροχη. Εάν δεν έχεις καλές δημοσιεύσεις και δεν κάνεις καλή δουλειά, κανείς δεν θα σε αναγνωρίσει, επομένως δεν έχει νόημα να προσποιείσαι. Αυτό σημαίνει ότι κρινόμαστε πρώτα για τη δουλειά μας και μετά για το φύλο μας.
Τόσο στο πανεπιστήμιο της Γερμανίας όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ειδικά στις ΗΠΑ, το φύλο δεν ήταν ποτέ ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, και πάντα μου συμπεριφέρονταν δίκαια. Βασικά, στις ΗΠΑ άκουσα ακόμη και για ορισμένα προγράμματα, που υποστήριζαν συγκεκριμένα γυναίκες, πράγμα που σήμαινε ότι, αν ήσουν πολύ καλή σε ό,τι έκανες και μπορούσες να το αποδείξεις με τη δουλειά σου, θα μπορούσε ακόμη και να είναι πλεονέκτημα το να είσαι γυναίκα ένα συγκεκριμένο πεδίο έρευνας.
Ωστόσο, η σκοτεινή πλευρά αυτής της φαινομενικής ανοχής είναι ότι, μερικές φορές, άνθρωποι ή οργανώσεις…προτιμούν απλά να μην ασχολούνται με υποψήφιες γυναίκες ή δυνητικές υπαλλήλους για αποφυγή τυχόν προβλημάτων σχετικά με το φύλο ή υποψιών για διακρίσεις. Σε αυτό το σημείο, αυτή η ιδέα της ανοχής των φύλων και της υποστήριξης των γυναικών μπορεί στην πραγματικότητα να γυρίσει μπούμερανγκ και το να είσαι γυναίκα να γυρίσει εναντίον σου.
GV: Ποια ήταν η πιο δύσκολη και ταυτόχρονα επιβραβευτική περίοδος στην καριέρα σας;
CG: Υποθέτω ότι ήταν η περίοδος μετά τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, ενώ έκανα το μεταδιδακτορικό μου στις ΗΠΑ στο εργαστήριο του καθηγητή Buzsaki. Ήταν μια περίοδος, που πραγματικά άλλαξε τη ζωή μου. Έπρεπε να επανεξετάσω το πρόγραμμά μου, να προσαρμόσω την επαγγελματική μου ζωή σε νέες συνθήκες και να ενσωματώσω μια σειρά από νέες ευθύνες, μαζί με τις υπάρχουσες, σε 24 ώρες όλες κι όλες.
Ειδικά στην περίπτωση των ερευνητών, οι περισσότεροι βασίζονται στην ευκαιρία να “βυθιστούν” πλήρως στο θέμα τους και ο χρόνος δεν έχει σημασία πια. Αν θες να βγάλεις άκρη σε ένα πρόβλημα, μπορείς να μείνεις ξύπνιος/α μέχρι τις 3 το πρωί και μετά ξυπνάς όποτε ξυπνήσεις και επιστρέφεις στην έρευνά σου. Και τότε εμφανίζεται ένα μωρό και ένα τέτοιο καθεστώς δεν λειτουργεί πλέον για σένα. Ήταν για μένα η πιο δύσκολη περίοδος μετάβασης σε έναν νέο τρόπο ζωής, ωστόσο, φυσικά, ήταν γεμάτη ανταμοιβές και χαρούμενες στιγμές. Ο σύζυγός μου (Anton Sirota, επίσης ερευνητής) και οι συνεργάτες μου στο εργαστήριο ήταν πολύ υποστηρικτικοί και κατανοητικοί.
Η άδεια μητρότητας στις ΗΠΑ είναι αρκετά μικρή και λίγους μήνες μετά τον τοκετό επέστρεψα στη δουλειά, ωστόσο, φυσικά, η καριέρα μου επιβραδύνθηκε από εκείνη τη στιγμή. Αυτή η στιγμή είναι καθοριστικής σημασίας για το πόσο μπορείς να εκμεταλλευτείς ό,τι έχεις επιτύχει στο παρελθόν και πόσο συντονισμένη και οργανωμένη είναι η έρευνά σου, έτσι ώστε να μπορείς να συνεχίσεις ξανά, χωρίς να το σκεφτείς και πάρα πολύ.
Τώρα, δεδομένου ότι έχουμε τρία παιδιά, εργάζομαι με μερική απασχόληση για να μπορώ να φροντίζω τα παιδιά, αν και ο σύζυγός μου μοιράζεται πολλές από τις οικογενειακές ευθύνες. Ευτυχώς, στη Γερμανία, η επιλογή της μερικής απασχόλησης για τις εργαζόμενες μητέρες είναι κάτι συνηθισμένο. Αυτή η ευελιξία σού επιτρέπει να παραμένεις στην επιστήμη και να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι σε ενδιαφέρει. Ωστόσο, μεταξύ συντηρητικών ανθρώπων, εξακολουθείς να αντιμετωπίζεις επικρίσεις και την υπόθεση ότι αδιαφορείς για τα παιδιά σου και δίνεις προτεραιότητα στην εργασία έναντι της οικογένειας.
Επίσης, θεωρώ την επιστήμη μια πολύ δημιουργική διαδικασία, παρόμοια με τις τέχνες, και ως εκ τούτου είναι πολύ σημαντικό να είσαι εντελώς “μέσα” στην έρευνά σου, να έχεις ευελιξία και να αφιερώσεις το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και της ψυχικής σου ενέργειας στο εγχείρημά σου. Κάποιος πρέπει να έχει την κατάλληλη διάθεση για να αποκτήσει δημιουργικότητα, η οποία είναι δύσκολα εφικτή, όταν πρέπει πάντα να τσεκάρεις το ρολόι σου, μήπως και σου φύγει ο χρόνος και δεν προλάβεις να πας να πάρεις τα παιδιά από το σχολείο ή το νηπιαγωγείο. Τώρα, παρόλο που εξακολουθώ να κάνω την έρευνά μου, διδάσκω επίσης στη Μεταπτυχιακή Σχολή Συστηματικής Νευροεπιστήμης, κάτι που πραγματικά μου αρέσει και μου προσφέρει βαθιά ικανοποίηση.
GV: Εάν μπορούσατε να δώσετε μια συμβουλή σε άλλες γυναίκες ερευνήτριες, τι θα ήταν;
CG: Το απόλυτο πιο σημαντικό πράγμα, που θα πρέπει να λαμβάνουν πάντα υπόψη, είναι να κάνουν αυτό που πραγματικά αγαπάνε, γιατί μόνο τότε θα έχουν την αντοχή και την πειθαρχία να περάσουν από τις δυσκολίες και τις δύσκολες στιγμές. Εάν υπάρχει κάτι που σας αρέσει πραγματικά να κάνετε, θα πρέπει να το επιδιώξετε. Και ακόμη και αν σκέφτεστε ότι δεν θα μπορέσετε ποτέ να βγάλετε χρήματα ή να βρείτε δουλειά, εάν είστε πραγματικά καλές σε ό,τι κάνετε και το κάνετε ολόψυχα, θα έχετε περισσότερες πιθανότητες να βρείτε δουλειά και να ξεπεράσετε τυχόν προκλήσεις και δυσκολίες, που αντιμετωπίζετε. Απλά “ανοίξτε” το μυαλό σας, προσπαθήστε να δείτε τις ευκαιρίες και να είστε αρκετά θαρραλέες για να τις εκμεταλλευτείτε.