Ποιος πληρώνει το τίμημα της παρακμάζουσας δημοκρατίας της Ινδίας;

Protests in Mumbai against the CAA/NRC. Image by Vishal M.

Διαμαρτυρίες στη Βομβάη ενάντια στο CAA/NRC. Φωτογραφία: Vishal M. Χρήση με άδεια

Η Ινδία αποκαλείται συχνά η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο και, όσον αφορά τον αριθμό των ψηφοφόρων, μπορεί βεβαίως να διεκδικήσει τον τίτλο, καθώς 900 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δικαίωμα ψήφου. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση του νομικού πλαισίου της Ινδίας μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες για την ποιότητα αυτής της δημοκρατίας και για το αν η χώρα αυτή ανταποκρίνεται ή όχι στη συγκεκριμένη κατάσταση.

Ενώ η Ινδία είχε καταργήσει τον νόμο κατά του σοδομισμού το 2018, μια σημαντική νίκη για τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ινδία, η ινδική κυβέρνηση προκάλεσε επίσης περιοριστικές και διακριτικές αλλαγές στο προσφυγικό δίκαιο και στο δίκαιο περί υπηκοότητας, αύξησε τη διακοπή των υπηρεσιών διαδικτύου και υποβάθμισε το νομικό καθεστώς του Κασμίρ και του Τζαμού.

Όλες οι προαναφερθείσες νομικές αλλαγές έχουν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η κυβέρνηση Μόντι εξακολουθεί να υποστηρίζει ανοιχτά την ινδουιστική εθνικιστική ιδεολογία και προσπαθεί να την επιβάλει ως εθνικό λόγο για όλους τους Ινδούς. Πολλές από τις νομικές αποφάσεις, που έχει λάβει η κυβέρνηση, έχουν αντιμετωπιστεί με δημόσια κατακραυγή και διαδηλώσεις, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε σκληρές καταστολές με τουλάχιστον 27 νεκρούς και εκατοντάδες συλληφθέντες.

Οι 190 εκατομμύρια μουσουλμάνοι της Ινδίας βρίσκονται σε μεγάλη ανησυχία, από τότε που ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και το κόμμα Bharatiya Janata (BJP) ανέβηκαν στην εξουσία το 2014. Ως μέλος του δεξιού εθνικιστικού ινδουιστικού οργανισμού Rashtriya Swayamsewak Sangh (RSS), ο Μόντι έγινε διαβόητος ως επικεφαλής της ινδικής πολιτείας Γκουτζαράτ, όταν μουσουλμάνοι στοχεύθηκαν και δολοφονήθηκαν μαζικά το 2002. Για το λόγο αυτό, του απαγορεύθηκε προσωρινά να ταξιδεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το BJP διατηρεί στενούς ιδεολογικούς και οργανωτικούς δεσμούς με το RSS, συμβάλλοντας έτσι στην υπόθαλψη του ινδουιστικού εθνικισμού στην Ινδία.

Η Ινδία του Μόντι έχει πράγματι καταφέρει να κινητοποιήσει τον πολιτισμό της πλειοψηφίας της χώρας προς ένα εθνοκεντρικό εθνοτικό κράτος εις βάρος της πολυπολιτισμικής και κοσμικής Ινδίας, που είχε αρχικά κατοχυρωθεί στο σύνταγμα της χώρας του 1947.

Οι ανησυχίες για την προστασία των κοσμικών αξιών έφτασαν σε υψηλό επίπεδο το Σεπτέμβριο του 2019, όταν ξεκίνησε η επικαιροποίηση του Εθνικού Μητρώου Πολιτών (NRC) της βορειοανατολικής πολιτείας Ασσάμ, κυβερνητικού μητρώου, που περιείχε ονόματα και σχετικές πληροφορίες για τον εντοπισμό όλων των Ινδών πολιτών . Για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο, οι πολίτες έπρεπε να αποδείξουν ότι οι πρόγονοί τους βρίσκονταν στο Ασσάμ πριν από το 1971, όταν ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές είδε εκατομμύρια να διασχίζουν την Ινδία. Η διαδικασία ενημέρωσης του NRC έχει αφήσει 1,9 εκατομμύρια Ινδούς, συμπεριλαμβανομένων 1,3 εκατομμυρίων Ινδουιστών, που αντιμετωπίζουν την πιθανότητα να γίνουν απάτριδες.

Ορισμένοι κορυφαίοι ηγέτες του κυβερνώντος κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εσωτερικών Amit Shah, στη συνέχεια πρότειναν να εφαρμοστεί μια ενημέρωση του NRC σε ολόκληρη την Ινδία. Καθώς ο νόμος περί τροποποίησης της ιθαγένειας (CAA) παρέχει μια πορεία προς τη μετανάστευση για ανθρώπους μη μουσουλμανικών θρησκειών, οι οποίοι μπορεί να αποκλειστούν από ένα ενημερωμένο NRC, οι μουσουλμάνοι φοβούνται ότι θα καταλήξουν σε κέντρα κράτησης, που χτίζονται στο Ασσάμ και άλλες πολιτείες.

Η εθνικιστική ρητορική στη χώρα αυξήθηκε ακόμη πιο έντονα μετά από τρομοκρατική επίθεση στο Κασμίρ τον Φεβρουάριο του 2019, μαζί με μια στάση κατά της μετανάστευσης και ισχυρή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη διαδικτυακή προώθηση αφηγηματικών γραμμών. Ως αποτέλεσμα, ο Μόντι κατάφερε να εξασφαλίσει τη δεύτερη θητεία του ως Πρωθυπουργού της Ινδίας στις γενικές εκλογές του 2019.

Narendra Modi expressing his happiness to voters and the media. Photo by Aviral Mediratta. Copyright Demotix (17/5/2014)

Ο Μόντι εκφράζοντας την ευτυχία του στους ψηφοφόρους και στα μέσα ενημέρωσης. Φωτογραφία: Aviral Mediratta. © Demotix (17/5/2014)

Ενώ η πολιτική αντιπολίτευση φαίνεται να αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό, αφότου ο Ραχούλ Γκάντι παραιτήθηκε τον Ιούλιο του 2019 από το Κόμμα του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, οι φοιτητές, οι αριστερές ομάδες, οι μουσουλμανικές ομάδες, οι φιλελεύθεροι και οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των πρόσφατων διαμαρτυριών. Αντίθεση στις πολιτικές Μόντι μπορεί επίσης να θεωρηθεί κι ότι περισσότερες πολιτείες αρνούνται να εφαρμόσουν το CAA και το NRC. Η ινδική πολιτεία Κεράλα αμφισβήτησε το CAA στο Ανώτατο Δικαστήριο και η αντιπολίτευση ζήτησε από τους επικεφαλής υπουργούς διαφορετικών πολιτειών να αντιταχθούν στην ανάπτυξη του NRC / NPR.

Εκτός από την ίδια την Ινδία, ολόκληρη η περιοχή της Νότιας Ασίας επηρεάζεται σε διάφορους βαθμούς από αυτή τη διάβρωση της δημοκρατικής κυριαρχίας. Λόγω του μεγέθους και της κεντρικής της θέσης, η Ινδία επηρεάζει άμεσα τις μεταναστευτικές ροές, το διασυνοριακό εμπόριο και τις μεταφορές και τον πολιτικό λόγο στο γειτονικό Μπαγκλαντές και το Πακιστάν και, σε μικρότερο βαθμό, στο Νεπάλ και τη Σρι Λάνκα. Το Μπαγκλαντές επηρεάζεται ιδιαίτερα λόγω της περίπλοκης ιστορίας μετανάστευσης μεταξύ των δύο χωρών.

Τέλος, το Διαδίκτυο έχει επίσης επηρεαστεί από τις αποφάσεις, που λαμβάνονται στην Ινδία. Το 2019, η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο έχει βιώσει τον μεγαλύτερο αριθμό μπλοκαρισμάτων στο Διαδίκτυο με εκατό καταγεγραμμένες υποθέσεις διακοπών λειτουργίας.

Καθώς συνεχίζουμε να ενημερώνουμε το ειδικό μας αφιέρωμα, μάθετε περισσότερα στις ακόλουθες αναρτήσεις:

Δείτε το ειδικό αφιέρωμα του Global Voices για την κατάσταση στο Κασμίρ.

Όλες οι σελίδες