Η Um Mohammed λατρεύει τα παλιά τραγούδια και θυμάται απ’ έξω αρκετά. Ως τρυφερή γιαγιά, λατρεύει τα μικρά παιδιά. Θα μπορούσε να παίζει μαζί τους για ώρες.
Η Um Mohammed ζούσε στη Ζαμάλκα της Ανατολικής Γούτα. Ο πληθυσμός της υπολογιζόταν σε 150 χιλιάδες κατοίκους κατά την τελευταία απογραφή.
Η Ζαμάλκα ξέφυγε από τον έλεγχο του καθεστώτος το 2012. Από τότε υποβάλλεται σε μια πνιγηρή πολιορκία μαζί με όλες τις πόλεις της Ανατολικής Γούτα. Η Ζαμάλκα υπέστη καθημερινά βαρύ βομβαρδισμό.
Σε αυτή τη μαρτυρία, η βίαια εκτοπισμένη Um Mohammed μιλάει για το σπίτι και την οικογένειά της στη Ζαμάλκα και για τη σύνδεσή της με το σπίτι αυτό και τα έπιπλα του:
Έχω τρεις κόρες και ένα γιο. Οι τρεις κόρες μου παρέμειναν μαζί μου στη Γούτα, ενώ ο γιος μου έφυγε πριν από επτά χρόνια. Η πολιορκία μου στέρησε την ευκαιρία να πάω στο γάμο του ή να είμαι μαζί του, όταν γεννήθηκε ο γιος του.
Έζησα στο οικογενειακό σπίτι. Ένα πολύ παλιό σπίτι, που ο σύζυγός μου κληρονόμησε από τον πατέρα του, που το κληρονόμησε από τον πατέρα του και ούτω καθεξής. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν σε αυτό το σπίτι. Όσοι από αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί έχουν πολύ γλυκές αναμνήσεις από το σπίτι αυτό. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς το σπίτι χρειάστηκε ανακαίνιση, προχωρήσαμε στις εργασίες πολύ επιμελώς, ώστε να διατηρήσουμε τα αρχικά του χαρακτηριστικά. Θέλαμε να διατηρήσουμε την ψυχή του.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, κάθε είδους καύσιμο έγινε πολύ σπάνιο ή απίστευτα δαπανηρό. Έτσι, έπρεπε να βασιζόμαστε στο ξύλο για θέρμανση, μαγείρεμα, μπάνιο και μερικές φορές ακόμη και για φωτισμό.
Καθώς οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν τώρα τελευταία από το Φεβρουάριο και μετά, κατέστη αδύνατο να βγούμε από τα υπόγεια να πάμε να αγοράσουμε ξύλα. Η έλλειψη κατάλληλου αερισμού στα υπόγεια και η υγρασία επιδείνωναν την αίσθηση του κρύου.
Μια μέρα σε αυτό το υπόγειο, καθώς ο βομβαρδισμός έκαιγε την πόλη, έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τα έπιπλα για θέρμανση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον τρελό βομβαρδισμό, που έκαψε τις αναμνήσεις μας και τις μνήμες όλων γύρω μας. Σάρωσε κάθε ίχνος μας από τη Ζαμάλκα, την πατρίδα μας, προτού ξεριζωθούμε κι εμείς εντελώς.
Τα πρώτα έπιπλα που κάψαμε ήταν οι καναπέδες και αυτό οφείλεται στην πείνα. Τα εγγόνια μου ήταν πεινασμένα και ο εκτεταμένος βομβαρδισμός μας εμπόδιζε να βγούμε έξω να πάμε να αγοράσουμε ξύλα. Ακόμα κι αν κάποιος ρίσκαρε τη ζωή του εκεί έξω, δεν υπήρχε κανένας που να πουλά τίποτε μέσα σε αυτή την κόλαση. Ο γαμπρός μου ζήτησε την άδειά μου να σπάσει τον καναπέ για να χρησιμοποιήσει τα ξύλα για μαγειρική εστία. Είπα το ναι, αλλά κάτι μέσα μου έσπασε.
Αυτός ο καναπές είχε μια ωραία ιστορία. Ο σύζυγός μου τον αγόρασε δέκα χρόνια μετά τον γάμο μας. Ήταν τόσο χαρούμενος που μπορούσε να το αντέξει οικονομικά. Τον διαλέξαμε μαζί. Ήταν μια από τις πολύ λίγες φορές που μπορούσαμε να βγούμε μαζί έξω χωρίς τα παιδιά. Ναι, μπορώ να αποκτήσω ξανά υλικά αντικείμενα, αλλά οι μνήμες που συνδέονται με αυτά; Αυτές πώς θα μπορούσα να τις φέρω πίσω;
Ο πόνος ήταν μεγαλύτερος, όταν έπρεπε να κάψουμε τα έπιπλα στην κρεβατοκάμαρά μου. Η κρεβατοκάμαρα με συνόδευσε για 35 χρόνια, από τότε που παντρεύτηκα. Ήταν μάρτυρας των καλύτερων και των χειρότερων ημερών της ζωής μου. Το δωμάτιο είχε ακόμα το άρωμα του αγαπημένου μου εκλιπόντα συζύγου. Αισθανόμουν το πνεύμα του τριγύρω, γι’ αυτό κάθε φορά που έπεφτα για ύπνο, ένιωθα ότι ήταν δίπλα μου.
Έκαψα τα περισσότερα από τα ρούχα μου. Για παράδειγμα, το φόρεμα στο γάμο της μεγαλύτερης κόρης μου. Θυμάμαι που πήγα μαζί της στο ράφτη να το ράψει ειδικά για την περίσταση μαζί με το δικό της νυφικό. Τα μαντίλια μου, κομμάτι της ενδυμασίας μου από τότε που μεγάλωσα και έγινα γιαγιά. Κατάφερα να σώσω μόνο ένα από αυτά και να το πάρω μαζί μου, όταν τελικά μας εκτόπισαν βιαίως.
Από τα κουζινικά που επέζησαν από το βομβαρδισμό, έκαψα όλα τα πλαστικά, γιατί ήταν πολύ εύφλεκτα και έδιναν επιπλέον ζεστασιά. Το σημαντικό ήταν τα παιδιά και τα εγγόνια μου να τρώνε και να νιώθουν λίγη ζεστασιά.
Στις παραδόσεις μας, η οικογένεια της νύφης έστελνε μαζί της στο σπίτι του συζύγου της κι ένα γυάλινο σύνθετο με ωραίες πιατέλες και μαχαιροπήρουνα. Συνήθως αυτό το σύνθετο περνά από γενιά σε γενιά. Αφότου όμως όλα τα γυάλινα σκεύη στο σύνθετο θρυμματίστηκαν εξαιτίας του βομβαρδισμού, το σπάσαμε σε κομμάτια και χρησιμοποιήσαμε το ξύλο για να ζεσταίνουμε νερό για να πλενόμαστε.
Ωστόσο, το πιο δύσκολο κομμάτι, που έπρεπε να ξεπεράσω, ήταν η απόφαση να κάψω την ντουλάπα του γιου μου. Του γιου μου, που δεν έχω δει εδώ και επτά χρόνια.
Αυτή η ντουλάπα κράτησε όλα τα όμορφα αναμνηστικά της παιδικής του ηλικίας. Τα παιχνίδια του, τα μωρουδιακά του ρούχα, ακόμα και το αγαπημένο του κύπελλο. Δεν μπορούσα να τα πάρω όλα αυτά μαζί μου σε αυτό το λεωφορείο του βίαιου εκτοπισμού. Αλλά δεν μπορούσα επίσης να καταστρέψω αυτές τις μνήμες με τα ίδια μου τα χέρια. Ούτε μπορούσα όμως να τις αφήσω πίσω στους ξένους να τις ξεψαχνίζουν αφού φύγουμε ή να τις βλέπω σε βίντεο να πωλούνται στο δρόμο. Τελικά έπρεπε να κάνω την απόφαση να τα σπάσω και να τα κάψω. Κράτησα μόνο πολύ μικρά αντικείμενα, που μπορούσα να πάρω μαζί μου.
Αυτό ήταν απ’ όλα το πιο δύσκολο. Διότι πάντα ονειρευόμουν να επιστρέψω στο γιο μου τα αναμνηστικά του και να βλέπω τον γιο του να φορά τα ρούχα του μπαμπά του, όταν ήταν στην ηλικία του, και να αφηγούμαι σε αυτό το εγγόνι ιστορίες για τις φωτογραφίες του πατέρα του.
Ήθελα τα εγγόνια μου να μεγαλώσουν σε αυτό το σπίτι, όπου θα τους έλεγα ιστορίες για τις σκανταλιές των γονιών τους. Ένα σπίτι που θα τους το έδινα κληρονομιά, έτσι ώστε με τη σειρά τους να το δώσουν στα εγγόνια τους. Έτσι ώστε να προσθέτουν σε αυτό κάθε φορά και μια νέα ζωή, όπως ακριβώς έκανε κάθε γενιά των προγόνων μας.
Προς το τέλος, έπρεπε να κάψουμε ακόμη και τις πόρτες του σπιτιού. Το σπίτι μου, το οικογενειακό σπίτι, το σπίτι των παιδιών μου, έμεινε ορθάνοιχτο, εκτεθειμένο και παραβιασμένο.
Μετά από τον τρομερό βομβαρδισμό του συριακού καθεστώτος και των ρωσικών δυνάμεων, όπου ήταν σαν να ζούσαμε μες στην κόλαση, εκδιωχθήκαμε βίαια από την Ζαμάλκα ως ξεριζωμένοι πρόσφυγες. Ήταν αδύνατο για εμάς να ζήσουμε ξανά υπό το καθεστώς. Αυτό το καθεστώς, που μπορεί να φυλακίζει τους γαμπρούς μου ή να τους εξαναγκάζει σε στρατιωτική θητεία. Ήταν αδύνατο, ειδικά εφόσον γνώριζα ότι ο γιος μου δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά στη Ζαμάλκα.
Άφησα πίσω το οικογενειακό σπίτι και όλες τις αναμνήσεις που καλλιεργούσε. Κατέφυγα στο Ιντλίμπ με τις κόρες μου και τις οικογένειές τους, με ραγισμένη καρδιά. Το μόνο πράγμα που μου έδωσε κάποια παρηγοριά ήταν ότι τελικά επανενώθηκα με το γιο μου, τον οποίο δεν είχα δει για επτά χρόνια, και κράτησα το γιο του στην αγκαλιά μου. Το μόνο πράγμα που μου δίνει ελπίδα είναι ότι ξέρω ότι θα αφηγηθώ στον εγγονό μου τα πάντα για τον παππού του, τον πατέρα του και το οικογενειακό σπίτι με όλες τις αναμνήσεις που καλλιεργούσε.
Με την επανένωσή μας, έδωσα στο γιο μου τα μικρά αναμνηστικά που κατάφερα να περισώσω από την ντουλάπα του. Στην αρχή δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κατάφερα να φέρω μαζί μου ένα κομμάτι της μνήμης του. Εκείνη τη στιγμή προσευχήθηκα να καταφέρει ο γιος μου να επιστρέψει στο οικογενειακό σπίτι, να το ξαναχτίσει και να μεγαλώσει εκεί μέσα τα παιδιά του.
Σήμερα μένω με τον γιο μου και την οικογένειά του, αλλάζοντας σπίτια το ένα μετά το άλλο, μέχρι να βρούμε μια προσωρινή κατοικία. Είμαι όμως βέβαια ότι ποτέ, ποτέ δεν θα αντικαταστήσει το σπίτι μου.