Tο άρθρο αυτό αρχικά γράφτηκε για το Syria Untold από τον Kamal Sheikho. Μεταφράστηκε από την Naziha Baassiri. Αναδημοσιεύεται εδώ βάσει συμφωνίας συνεργασίας.
Αψηφώντας το θάνατο, πηδούν σιωπηλά, αλλά φρενιασμένα, καθώς αφήνουν πίσω το παρελθόν τους. Δε νοιάζονται για τίποτα, αλλά οι στιγμές αυτές θα καθορίσουν το υπόλοιπο της ύπαρξής τους. Αναζητούν τώρα μια νέα ζωή.
Ο Abdus-Sattar (ψευδώνυμο, χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας), ένας πενηντάρης, ήταν αγρότης στην πόλη Μπουκαμάλ στο άκρο της ανατολικής επαρχίας Ντέιρ αλ-Ζορ στη Συρία. Η περιοχή βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους από τον Ιούλιο του 2014. Ανέφερε στο SyriaUntold πώς έφυγε, αυτός με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, από την Μπουκαμάλ και διένυσε 200 χιλιόμετρα μέσα σε 16 ημέρες στην έρημο, αποφεύγοντας ναρκοπέδια, οπότε κατάφερε κι έφτασε στον Καταυλισμό αλ-Χαούλ στην Αλ Χασακά.
Σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη φυγή αμάχων από την περιοχή, το Ισλαμικό Κράτος κατέφυγε στην εγκατάσταση σημείων ελέγχου και περιπολιών στους εξωτερικούς δρόμους, καθώς και στην τοποθέτηση ναρκών γύρω από τα σύνορα πόλεων και κωμοπόλεων.
O Abdus-Sattar ανέφερε ότι αυτός κι η οικογένειά του αναγκάστηκαν να περπατήσουν μεγάλο κομμάτι του ταξιδιού τους, αφότου πήραν το αυτοκίνητο ενός λαθρέμπορου. Στις 25 Νοεμβρίου 2016, φτάσανε στη Rajm as-Salibi στα σύνορα Συρίας-Ιράκ, περιοχή υπό τον έλεγχο των κουρδικών Ενοτήτων Λαϊκής Προστασίας (YPG). Έπειτα από δυο εβδομάδες, ο Abdus-Sattar κι η οικογένειά του μεταφέρθηκαν στον Καταυλισμό αλ-Χαούλ.
Δυσάρεστες εκπλήξεις
Ο Abdus-Sattar κι άλλοι σαν κι αυτόν δεν νοιάζονταν για τα ναρκοπέδια, που ήξεραν ότι έπρεπε να παρακάμψουν στο ταξίδι τους για την ελευθερία. Απελπισμένοι να φτάσουν στην άλλη πλευρά υπό τον έλεγχο των Κούρδων, περπάτησαν τραχείς δρόμους που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους, έχοντας πλήρη γνώση ότι μες στο σκοτάδι μπορεί να τους παραμόνευαν δυσάρεστες εκπλήξεις, όπως ένα ναρκοπέδιο ή μια βόμβα.
Μιλώντας στο SyriaUntold, ο Abdus-Sattar είπε ότι συμφώνησε να πληρώσει 1000 δολάρια στον λαθρέμπορο, αρκεί να απέφευγαν δρόμους που είχαν ναρκοπέδια.
Ωστόσο, αφότου φτάσανε τα ιρακινά σύνορα στις 10 Νοεμβρίου, “ο λαθρέμπορος μας είπε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας πεζοί και να προσέχουμε να ακολουθούμε τις πατημασιές, που ίσα που φαίνονταν στο σκοτάδι. Τότε συνειδητοποίησα ότι περπατούσαμε περικυκλωμένοι από το θάνατο: ήμαστε στη μέση ενός ναρκοπεδίου”.
Πρόσθεσε ότι το ταξίδι είχε διάφορα στάδια. “Μείναμε σε ένα χωριό στα σύνορα περίπου για 12 μέρες, προτού περπατήσουμε ένα ολόκληρο βράδυ για να φτάσουμε στις παρυφές της Αλ-Χασακά”.
“Μείναμε σε ένα άδειο μέρος στη μέση της ερήμου για μια ολόκληρη μέρα, προτού περπατήσουμε για 12 ώρες από τις 6 το απόγευμα ως τις έξι τα χαράματα της επόμενης ημέρας για να φτάσουμε το συνοριακό φυλάκιο της Rajm as-Salibi”, συνέχισε ο αγρότης.
Οι κακουχίες του Abdus-Sattar και άλλων σαν κι αυτόν, δεν τελειώνουν με την άφιξή τους στη Rajm as-Salibi. Μεταξύ 25 Νοεμβρίου και 10 Δεκεμβρίου, αυτός κι η οικογένειά του είχαν κολλήσει στα ιρακινά σύνορα, περιμένοντας να τους επιτραπεί η είσοδος στον Καταυλισμό αλ-Χαούλ. Αποτελεί κομμάτι της διαδικασίας αξιολόγησης για λόγους ασφαλείας των YPG για όλους όσοι το σκάνε από περιοχές που ελέγχονται από το Ισλαμικό Κράτος, με σκοπό να εμποδίσουν μέλη του Ισλαμικού Κράτους να διεισδύσουν στον καταυλισμό.
Σήμερα, ο Abdus-Sattar κι η οικογένειά του ζουν σε μια μικρή σκηνή, που δεν ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα, η οποία διαιρείται σε δυο χώρους: μια κουζίνα και ένα χώρο για ύπνο. Τώρα, η οικογένεια αυτή περιμένει την έγκριση των YPG για να ταξιδέψει στη Δαμασκό.
Ο Abdus-Sattar ανάβει ένα τσιγάρο και μοιράζεται τις ανήσυχες σκέψεις του με το SyriaUntold: “Για δύομισι χρόνια, ζούσα υπό το έλεος των κανόνων τους [του Ισλαμικού Κράτους]. Είδα με τα μάτια μου πώς σκοτώνουν κόσμο και εκτελούν τις διαταγές τους τρεις φορές”.
Αυτή τον έπεισε να συνεχίσει
Ο Mahmud, ένας σαραντάρης από την αλ-Μπουκαμάλ, είπε στο SyriaUntold μέσω Whatsapp ότι το δυσκολότερο κομμάτι του ταξιδιού του ήταν αφότου έφτασε στα σύνορα Συρίας-Ιράκ, καθώς ήξερε παντελώς ότι ήταν γεμάτα νάρκες.
Ο Mahmud ήταν φωτογράφος γάμων και ζούσε σε μια περιοχή που έλεγχε το Ισλαμικό Κράτος, μέχρι που τον κάρφωσε ένας πληροφοριοδότης, που δούλευε για το ISIS, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι έστελνε φωτογραφίες και βίντεο σε δυτικά μέσα ενημέρωσης.
Κάτοικος του Καταυλισμού αλ-Χαούλ τους τελευταίους δυο μήνες, ο Mahmud ακόμα θυμάται εκείνες τις σκληρές στιγμές. “Έκαναν επιδρομή στο μαγαζί μου στις 2 Δεκεμβρίου [2016] και με πήγανε φυλακή για ανάκριση, αλλά δεν μπορούσαν να αποδείξουν τίποτα, αφότου έψαξαν τον εξοπλισμό και το κινητό μου”.
Προσθέτει ότι το Ισλαμικό Κράτος κατέσχεσε τα πάντα στο κατάστημά του και “ένας δικαστής αποφάσισε να φάω 70 βουρδουλιές δημόσια, επειδή ασχολούμουν με απαγορευμένο επάγγελμα. Αναγκάστηκα επίσης να παρακολουθήσω μάθημα για το νόμο της Σαρία για δυο εβδομάδες”.
Αφότου έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, ο Mahmud αποφάσισε να εγκαταλείψει την αλ-Μπουκαμάλ με τη γυναίκα του και τα δυο μικρά τους παιδιά. Συμφώνησε να πληρώσει 400.000 συριακές λίρες (περίπου 800 δολάρια). Ήταν δύσκολο να κάνει οικονομία και να συγκεντρώσει ένα τέτοιο ποσό, δεδομένου ότι ο μισθός του ήταν μόλις 75.000 συριακές λίρες το μήνα, αλλά ήταν αναγκαίο ένα γρήγορο και σύντομο ταξίδι για να δραπετεύσει. Ωστόσο, αποδείχτηκε μια επικίνδυνη εμπειρία.
Στις 23 Δεκεμβρίου, ο λαθρέμπορος ενημέρωσε τον Mahmud ότι θα έφευγαν το ίδιο βράδυ. Κατευθύνθηκαν με αυτοκίνητο στην πόλη αλ-Σουάρ, βορειοανατολικά της Ντέιρ αζ Ζορ, προτού συνεχίσουν στην πόλη Mαρκαντάχ στην ύπαιθρο νότια της αλ-Χασακά. Ωστόσο, απέτυχαν όλες οι προσπάθειες να μπουν στα κρυφά στις κουρδικές περιοχές.
Έπειτα κατευθύνθηκαν για τα ιρακινά σύνορα, αλλά με το που έφτασαν, ο Mahmud έλεγε με τη γυναίκα του “να πάμε πίσω και να μη διακινδυνεύσουμε τις ζωές μας. Αλλά εκείνη με έπεισε να συνεχίσουμε αντί να γυρίσουμε στο βέβαιο θάνατο στην Ντέιρ αζ Ζορ και σε έναν πολύ πιθανό θάνατο στην γενέτειρά τους. Ίσως αυτή ήταν η μόνη επιλογή που είχαμε για να επιζήσουμε. Γι’ αυτό προσπάθησα και πάλι”.
Η δεύτερη προσπάθειά τους επίσης απέτυχε λόγω έντονης βροχόπτωσης και ισχυρών ανέμων, καθώς προσπαθούσαν να διασχίσουν τα ναρκοπέδια. Αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω και να μείνουν με τους Βεδουίνους. “Όλη μας η εκτίμηση πάει στη γυναίκα που μας έδωσε καταφύγιο στη σκηνή της. Μας σχεδίασε ένα χάρτη μακριά από τις νάρκες που είχε φυτέψει το Ισλαμικό Κράτος κατά μήκος των συνόρων. Έπειτα από αυτό, φτάσαμε στη Rajm as-Salibi. Tο ταξίδι μας πήρε πέντε μέρες”, είπε ο Mahmud.
Τρέχοντας να γλιτώσουν την παράλυση
Η 33χρονη Suad από τη Ράκκα αποφάσισε να το “σκάσει από την κόλαση”, όπως το έθεσε η ίδια, με τον άντρα της. “Οι κάτοικοι της Ράκκα ζούνε σε μια πόλη φάντασμα”, είπε στο SyriaUntold μέσω Whatsapp.
Μίλησε για την τραγωδία της και την οικογενειακή της κατάσταση: “Η μοναχοκόρη μου είναι οχτώ ετών. Έχει οστεοπόρωση και πρέπει να την πηγαίνουμε σε ένα εξειδικευμένο νοσοκομείο στη Δαμασκό κάθε τρεις μήνες, αλλιώς θα μείνει παράλυτη και θα πεθάνει”.
Η Suad είπε ότι αξιωματούχοι του Ισλαμικού Κράτους της έδωσαν άδεια να εγκαταλείψει τη Ράκκα για να πάει στη Δαμασκό, υπό την προϋπόθεση ότι θα έβαζε υποθήκη το σπίτι της [ως εγγύηση για την επιστροφή της]. Πρόσθεσε πως εμποδίζουν αμάχους να φύγουν από τις περιοχές που ελέγχουν, απειλώντας ότι θα κατασχέσουν τα χαρτιά τους ή θα τους κόψουν πρόστιμο ή θα τους τιμωρήσουν βάσει της δικής τους ερμηνείας του νόμου της Σαρία. Όσοι επιτρέπεται να ταξιδέψουν πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις είτε προσφέροντας χρήματα είτε βάζοντας υποθήκη προσωπική ιδιοκτησία ή φέροντας ένα συγγενικό μέλος εγγυητή για την επιστροφή τους.
Αφότου κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις στη βόρεια επαρχία της Ράκκα και το Iσλαμικό Κράτος κατέλαβε και πάλι την Παλμύρα στις 10 Δεκεμβρίου, η εξτρεμιστική ομάδα απαγόρευσε σε όλους τους πολίτες να φύγουν από την περιοχή. Διέταξε να κλείσουν όλα τα χερσαία περάσματα. “Τότε αποφασίσαμε να πουλήσουμε το σπίτι για ένα εκατομμύριο συριακές λίρες (2.000 δολάρια). Πληρώσαμε τα μισά στον λαθρέμπορο και με τα υπόλοιπα θα φτάναμε μέχρι τη Δαμασκό [με αεροπλάνο από το αεροδρόμιο Qamishli]. Έπειτα, θα δούμε τι θα γίνει”, εξήγησε η Suad.
Λόγω σφοδρών συγκρούσεων στη βόρεια επαρχία, ο λαθρέμπορος αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο για τα ιρακινά σύνορα. Με το που φτάσανε, όμως, η Suad πανικοβλήθηκε. “Περπατούσα και ένιωσα σαν να πάτησα μια νάρκη κι ότι θα γινόταν έκρηξη και θα πέθαινα στην πατρίδα μου. Όταν όμως κοίταξα την κόρη μου και τον άνδρα μου, που αγκομαχούσε για λύτρωση, βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω να περπατάω”.
Στις 25 Δεκεμβρίου, η Suad κι η οικογένειά της έφτασαν στην Rajm as-Salibi έπειτα από ταξίδι οχτώ ημερών. Δεδομένης της κατάστασης της κόρης της, τους μετέφεραν αμέσως στον Καταυλισμό αλ Χαούλ. Σήμερα, η τριμελής οικογένεια ζει σε μια μικρή σκηνή, που δεν τους προστατεύει από τον κρύο χειμώνα, ενώ περιμένουν υπομονετικά να τους επιτραπεί το ταξίδι στη Δαμασκό.
Η Suad κατέληξε: “Έχει μείνει λιγότερο από μήνας για το ιατρικό ραντεβού της κόρης μου. Κάναμε πολύ δρόμο και ριψοκινδυνεύσαμε τις ζωές μας, αλλά τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από την αναμονή”.
Αυτή και οι υπόλοιποι φυγάδες της Ράκκα και της Ντέιρ Αζ Ζορ, που ανέρχονται περίπου στους 5.000 σύμφωνα με τη διοίκηση του καταυλισμού, περιμένουν τώρα να ταξιδέψουν στη Δαμασκό, καθώς και σε άλλους προορισμούς, αφήνοντας πίσω το τραγικό παρελθόν τους.