
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Ocean Vuong γεννήθηκε στη Σαϊγκόν και μεγάλωσε στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Credit: Peter Bienkowski
Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε από τον Joyce Hackel και δημοσιεύτηκε αρχικά στο PRI.org στις 13 Απριλίου του 2016. Αναδημοσιεύεται εδώ ως μέρος συμφωνίας ανταλλαγής περιεχομένου.
Ο Βιετναμεζο-Aμερικανός ποιητής Ocean Vuong ανακαλεί τις απαρχές της μεταναστευτικής του εμπειρίας, όταν το πρώτο του βράδυ στην Αμερική στριμώχτηκε σε ένα μικροσκοπικό, χωρίς καν έπιπλα, διαμέρισμα στο Κονέκτικατ μαζί με άλλους έξι συγγενείς του και ένα κουβά με το “κοτόπουλο ενός γέρου”.
“Τρώγαμε KFC, το οποίο η οικογένειά μου μέχρι και σήμερα αποκαλεί ‘το κοτόπουλο του γέρου’, εξαιτίας του προσώπου του Col. Sanders που απεικονίζεται στις συσκευασίες”, αναφέρει ο Vuong. “Έκανε πολύ κρύο, το χιόνι μόλις που ξεκινούσε να πέφτει και μπορούσες να το ακούσεις να χτυπά τα παράθυρα του σπιτιού και εμείς βουτάγαμε σε αυτό το φαινομενικά θαυματουργό κουβά με κοτόπουλο και πίναμε ένα κάποιο τσάι που είχαμε φέρει μαζί και ξεκινήσαμε να λέμε ιστορίες.”
Αυτές τις ιστορίες που διηγούνταν η οικογένειά του, όταν ο ποιητής ήταν νήπιο ακόμα, ο Vuong τις έχει υφάνει στην νέα του ποιητική συλλογή “Night Sky with Exit Wounds” (Νυχτερινός Ουρανός με Τραύματα Εξόδου). Η ποίησή του αναπολεί τη ζωή στο Βιετνάμ και αντικρίζει τη ζωή στην Αμερική αποφεύγοντας τη νοσταλγία, αλλά αποτυπώνοντας τον διαρκή αντίκτυπο ενός πολέμου που ακόμα αντηχεί μέσα από τις γενιές.
Αυτό είναι ένα από τα ποιήματά του, “Aubade with Burning City” (Εωθινό σε Φλεγόμενη Πόλη):
Νότιο Βιετνάμ, 29 Απριλίου 1975: Το Ραδιόφωνο των Ένοπλων Δυνάμεων παίζει το “White Christmas” του Irving Berlin, ως σύνθημα για να ξεκινήσει η Επιχείρηση Συχνός Άνεμος, η τελική εκκένωση των Αμερικανικών πολιτών και Βιετναμέζων προσφύγων με ελικόπτερα, κατά την πτώση της Σαϊγκόν.
Πέταλα γαϊδουράγκαθου στους δρόμουςσαν υφάσματα από το φόρεμα κάποιου κοριτσιού.
Είθε οι μέρες σου να ‘ναι χαρούμενες και φωτεινές…
Γεμίζει μια κούπα του τσαγιού με σαμπάνια, το φέρνει στα χείλη της.Άνοιξε, της λέει εκείνος.Και εκείνη ανοίγει.Έξω, ένας στρατιώτης φτύνειτο τσιγάρο του καθώς βήματαγεμίζουν το τετράγωνο, σαν πέτρες που πέφτουν απ’ τον ουρανό. Είθε όλασου τα Χριστούγεννα να είναι λευκά, όσο ο τροχονόμος λύνειτους ιμάντες της θήκης του.
Το χέρι του τρέχει στο στρίφωματου λευκού της φορέματος.Τα μαύρα μάτια του.Τα μαύρα μαλλιά της.Ένα μοναδικό κερί.Οι σκιές τους: δυο φιτίλια.
Ένα στρατιωτικό φορτηγό επιταχύνει μέσα από τη διασταύρωση, ήχοι παιδιώνπου ουρλιάζουν μέσα από τα σωθικά του. Ένα ποδήλατο εκσφενδονίστηκεστη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Μόλις η σκόνη σηκωθεί, ένα μαύρο σκυλίκείτεται στον δρόμο, βαριανασαίνει. Τα πίσω πόδια τουδιαλυμένα από τη λάμψηκάποιων λευκών Χριστουγέννων.
Στο κομοδίνο, ένα κλωνάρι μανόλιας ξετυλίγεται, σαν ένα μυστικό που αποκαλύπτεταιγια πρώτη φορά.
Οι κορυφές των δέντρων ακτινοβολούν και τα παιδιά ακούν, ο αρχηγός της αστυνομίαςμπρούμυτα πεσμένος σε μια λίμνη από Coca-Cola.Μια εικόνα του πατέρα, ίσα με μια παλάμη,έχει μουλιάσει δίπλα στο αριστερό του αυτί.
Το τραγούδι τριγυρνά μέσα στην πόλη, σαν μια χήρα.Κάτι λευκό… Λευκό… Ονειρεύομαι μια κουρτίνα από χιόνι
να πέφτει από τους ώμους της.
Το χιόνι χτυπά στα παράθυρα. Χιόνι που κομματιάζεται
από πυροβολισμούς. Κατακόκκινος ουρανός.Το χιόνι από τα θωρηκτά κυλά πάνω στα τείχη της πόλης.Ένα ελικόπτερο ανυψώνει τους ζωντανούς ίσα που να μην τους φτάνουν.
Η πόλη τόσο λευκή, μοιάζει να διψά για μελάνι.
Το ραδιόφωνο να προστάζει τρέχα, τρέχα, τρέχα.Πέταλα από γαϊδουράγκαθο πάνω στο μαύρο σκυλί,σαν υφάσματα από το φόρεμα κάποιου κοριτσιού.
Είθε οι μέρες σου να είναι ευτυχισμένες και φωτεινές. Εκείνη λέεικάτι που κανείς τους δεν μπόρεσε να ακούσει. Το ξενοδοχείο τρίζειαπό κάτω τους. Το κρεβάτι μια παγωμένη λίμνηπου κομματιάζεται.
Μη φοβάσαι, της λέει εκείνος, καθώς η πρώτη βόμβα φωτίζειτα πρόσωπά τους, τα αδέλφια μου κέρδισαν τον πόλεμοκαι αύριο …Τα φώτα σβήνουν.
Ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι …να ακούσω τα κουδούνια ενός έλκηθρου να ηχούν στο χιόνι…
Στο πιο κάτω τετράγωνο: μια μοναχή, φλέγεται,αθόρυβα τρέχει προς τον θεό της —
Άνοιξε, της λέει εκείνος.Και εκείνη ανοίγει.