Γιουγκοσλαβικά μνημεία: Ξεχασμένοι τόποι αντίστασης και μνήμης

Μνημείο Sutjeska στο Τζεντίστε. Φωτογραφία: Vedran Ševčuk, χρησιμοποιείται με άδεια μέσω Balkan Diskurs.

Αυτό το άρθρο του Andrea Aleksić δημοσιεύθηκε αρχικά στο Balkan Diskurs, ένα εγχείρημα του Μεταπολεμικού Κέντρου Ερευνών (PCRC). Μια επεξεργασμένη έκδοση έχει αναδημοσιευτεί από το Global Voices στο πλαίσιο συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.

Πριν διαλυθεί η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ως χώρα, εκατοντάδες παιδιά συνήθιζαν να συρρέουν στο Κοσμάι, την Κοζάρα, τη Σουτιέσκα και άλλους σημαντικούς χώρους, που είχαν ανεγερθεί στη μνήμη των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές οι επισκέψεις είναι σπάνιες τώρα και ορισμένα μνημεία δεν έχουν δεχθεί επισκέψεις εδώ και χρόνια.

Τα περισσότερα από τα μνημεία αφιερωμένα στον πόλεμο ανεγέρθηκαν κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70. Χτίστηκαν σε τοποθεσίες σημαντικών  ιστορικών μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή σε τοποθεσίες, όπου υπήρξαν μαρτύρια πολιτών. Είναι τα έργα εξαιρετικών ντόπιων γλυπτών και αρχιτεκτόνων, όπως οι Dušan DžamonjaVojin Bakić, Bogdan Bogdanović, Ivan Sabolić, Svetislav Ličina, Vojin StojićVanja Radauš, Gradimir Medaković, Miodrag ŽordanaskovićJordannastiću BombardelliBoško Kućanski και Marko Mušič.

Ο Βέλγος καλλιτέχνης Jan Kempenaers έχει εξερευνήσει το θέμα των γιουγκοσλαβικών μνημείων μέσα από το έργο του “Monuments: The End of an Era” (Μνημεία: Το τέλος μιας εποχής). Τράβηξε την προσοχή του Δυτικού Κόσμου με φωτογραφίες μνημείων, που εκτέθηκαν σε πολλές γκαλερί σε όλο τον κόσμο. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο τους επισκέπτες της έκθεσης είναι η αφαιρετικότητα των γιουγκοσλαβικών μνημείων, η φουτουριστική τους εμφάνιση και η καλλιτεχνική τους ποιότητα. Όλα αυτά είναι ασυνήθιστα για το δημοφιλές σοσιαλρεαλιστικό στυλ, που κυριάρχησε στην Ανατολική Ευρώπη εκείνη την περίοδο.

Το μνημείο στη Μρακόβιτσα ανεγέρθηκε για να τιμήσει τη μάχη της Κοζάρα το 1942. Φωτογραφία: A. Čavić, χρησιμοποιείται με άδεια μέσω Balkan Diskurs.

Η αρχιτέκτονας και ιστορικός της αρχιτεκτονικής Sabina Tanović πιστεύει ότι η πρώην Γιουγκοσλαβία δημιούργησε και καλλιέργησε μια συγκεκριμένη κουλτούρα μνήμης, που επικεντρώθηκε στη διαμόρφωση της συλλογικότητας και της αίσθησης του ανήκειν. Σε δήλωση για το Balkan Diskurs, σημείωσε ότι “η σημερινή σχέση με τα μνημεία” αντανακλά εν μέρει τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των προσπαθειών των δημιουργών τους.

Φαντάσματα του παρελθόντος

Συγκεκριμένα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τα μνημεία αφιερωμένα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ταυτόχρονα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά και τόποι αντίστασης και μνήμης.

“Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, οι νεότερες γενιές και οι ακτιβιστές τα αναγνωρίζουν και τα χρησιμοποιούν ως πλατφόρμα για προοδευτικά μηνύματα. Δυστυχώς, ισχύει και το αντίθετο: αντιφασιστικά σύμβολα οικειοποιούνται για λαϊκιστική προπαγάνδα”, προσθέτει η Tanović.

Πολυάριθμα μνημεία και συγκροτήματα μνημείων στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, που δημιουργήθηκαν κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο και αφιερώθηκαν στα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σήμερα ως επί το πλείστον παραμελημένα ή, ακόμη και υιοθετημένα για την προώθηση εθνικών συμφερόντων.

Ένα παράδειγμα είναι το μνημειακό συγκρότημα Βράτσα στο Σεράγεβο, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί ως πολυεπίπεδη απόδειξη της ιστορίας – από το άνοιγμά του τη δεκαετία του 1980, μέσω της επιθετικής καταστροφής της πόλης [κατά την πολιορκία 1992–1995], έως τη συστηματική καταστροφή της φυσικής μνήμης από αμέλεια και βανδαλισμούς τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Οι σημερινές Αρχές ενδιαφέρονται πρωτίστως για την κατασκευή νέων μνημείων, μνημείων και συγκροτημάτων μνημείων αφιερωμένων στη μνήμη του πολέμου στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, επομένως αντιμετωπίζουν τη Βράτσα ως ένα περιφερειακό έργο, που θα χρησιμοποιηθεί ως συμβολικός τόπος συγκέντρωσης μόνο για σχετικές επετείους.

Αναντιστοιχία με εθνικιστικές πολιτικές

Η Nina Stevanović πιστεύει ότι οι σημερινές Αρχές δεν αποδέχονται αυτά τα μνημεία γιατί, στην πραγματικότητα, δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Δεν μπορούν να τα οικειοποιηθούν, λέει, γιατί δεν ταιριάζουν στις εθνικιστικές αφηγήσεις της σημερινής βαλκανικής πολιτικής. Εξηγεί ότι η νεωτερικότητα και η αφαιρετικότητα του έργου των Džamonja, Bakić, Bogdanović, Grabulovski, Zivković και Ravnikar, εκτός από πολυεθνική, δημιουργούν και μια μνημονική αφήγηση, που αφήνεται στην άκρη, επειδή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εμβάθυνση των εθνικιστικών πολιτικών αφηγήσεων.

Σχεδόν 3.000 μνημεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καταστράφηκαν στην Κροατία. Ένα μνημείο στο Γιασένοβατς. Φωτογραφία: A. Čavić, χρησιμοποιείται με άδεια μέσω Balkan Diskurs.

Μόνο στην Κροατία, σχεδόν 3.000 μνημεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν καταστραφεί. Αν και τα αντιφασιστικά μνημεία από την πρώην Γιουγκοσλαβία παραμελούνται μαζικά και ορισμένα από αυτά αποτελούν σταθερό στόχο βανδαλισμών στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Sabina Tanović πιστεύει ότι δεν θα ξεχαστούν.

“Μπορεί να ξεχαστούν και να ανακαλυφθούν ξανά, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει σωτηρία για αυτά, εφόσον υπάρχει δημόσιο συμφέρον για τη διατήρησή τους. Παρά την έλλειψη ενδιαφέροντος των Αρχών, το μνημείο Βράτσα στο Σεράγεβο έχει αναγνωριστεί από πολίτες και ακτιβιστές ως μοναδικός χώρος ιστορικής κληρονομιάς και έχουν οργανωθεί καθαρισμοί, δημόσιες ομιλίες και συναυλίες σε αυτόν τον χώρο. Πιθανολογείται ότι αυτά τα γεγονότα κίνησαν το ενδιαφέρον των Αρχών να λάβουν ορισμένα μέτρα για τη διατήρηση του συγκροτήματος”, λέει.

Μπορούμε να τα προστατέψουμε;

Για την Stevanović, το ζήτημα της προστασίας και της αποκατάστασης των μνημείων των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι πολύ περίπλοκο και πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του ζητήματος της συνολικής προστασίας και αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής, που δημιουργήθηκε την περίοδο 1945-1990. Θυμάται:

Αν και πολλά από αυτά τα μνημεία προστατεύονται τυπικά, όσον αφορά την προστασία και την αποκατάστασή τους, πρακτικά, η επίσημη προστασία καθίσταται ανεπαρκής. Πρώτα απ’ όλα, ακόμη και αν αποκατασταθούν, αυτά τα μνημεία θα καταστραφούν ξανά πολύ γρήγορα, όπως συνέβη με τη νεκρόπολη των Παρτιζάνων στο Μόσταρ (Bogdan Bogdanović, 1961–1965), η οποία ανακαινίστηκε στις αρχές Μαΐου 2018, αλλά και πάλι ερειπώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Αιτία της επανειλημμένης παραμέλησης και βανδαλισμών, κατά τη γνώμη της, είναι η “ανυπαρξία” τέτοιων μνημείων στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

“Τα μνημεία των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραμένουν άχρηστα, γίνονται κενά στη συλλογική μνήμη, χάρη, φυσικά, στην εθνικιστική πολιτική. Και, ως εκ τούτου, χάνουν την “αξία καθημερινής χρήσης”, που είναι απαραίτητη για την πραγματική προστασία και την επιτυχή αναζωογόνηση τους”, προσθέτει η Stevanović.

Ανακτώντας την αίσθηση του αφηρημένου

Φαίνεται, προσθέτει η Stevanović, ότι σήμερα επιχειρείται να διαγραφεί αυτό το κομμάτι του παρελθόντος και, επομένως, η αρχιτεκτονική, γλυπτική και καλλιτεχνική του κληρονομιά.

“Η αρχιτεκτονική και η τέχνη της περιόδου από το 1945 έως το 1990 αφθονούν σε τόλμη και αριστεία και αυτά τα μνημεία είναι το πιο άμεσο παράδειγμα. Αγνοώντας τους, στερούμε από τον πολιτισμό μας ακριβώς αυτή την εξαιρετικότητα και το θάρρος, που χρειάζεται και ως ανάμνηση και ως οδηγός”, λέει ο αρχιτέκτονας.

Ο μνημειακός πολιτισμός στη Γιουγκοσλαβία έχει αναπτύξει νέες τάσεις στα καλλιτεχνικά στυλ με την πάροδο του χρόνου, επομένως βλέπουμε ότι πολλά μνημεία φαίνονται αφηρημένα και μερικά είναι δύσκολο να ερμηνευτούν. Το θέμα της αφαίρεσης, λέει η Sabina Tanović, είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην ανάμνηση συλλογικών τραυμάτων, όπως το Ολοκαύτωμα. Αυτή η αφηρημένη έκφραση, εξηγεί, μπορεί να εντοπιστεί από έργα μνήμης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν απαραίτητο να σχεδιαστούν νεκροταφεία και οστεοφυλάκια, με τρόπο που να αποτίει φόρο τιμής σε στρατιώτες διαφορετικής καταγωγής.

Κοιλάδα των Ηρώων – Μνημείο Τζεντίστε. Φωτογραφία: Vedran Ševčuk, χρησιμοποιείται με άδεια μέσω Balkan Diskurs.

“Οι λύσεις του Edwin Lutyens, για παράδειγμα, επιμένουν στην αφαίρεση συμβόλων με στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας συλλογικότητας στο πλαίσιο ενός νεκροταφείου μνήμης”, σημειώνει.

Τελικά, λέει η Stevanović, συμβάλλει στη συλλογική λήθη των μνημείων, που χτίστηκαν στη μνήμη των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

“Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες – από την εκατονταετηρίδα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – οι χώροι μνήμης απέκτησαν τα λεγόμενα “κέντρα επισκεπτών” και τα μουσεία μνήμης, με στόχο τη διατήρηση του παρελθόντος και, μεταξύ άλλων, την έκφραση του μνημείου πιο κοντά στον σύγχρονο επισκέπτη”, εξηγεί η Tanović.

Το ίδιο συμβαίνει, λέει, με τα μνημεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου έχουμε γίνει μάρτυρες μεγάλου αριθμού μνημείων, που χτίστηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κατά τη γνώμη της, τα έργα μνήμης της Γιουγκοσλαβίας ήταν πολύ προοδευτικά, ειδικά όσον αφορά τη μουσειολογική τους σύλληψη, όπου, εκτός από μνημεία, σχεδιάζονταν και μνημεία μουσεία, όπως συμβαίνει με το Τζεντίστε, την Κοζάρα και τη Βράτσα.

“Επομένως, εκτός από τον αφηρημένο και παραστατικό συμβολισμό, τα έργα περιελάμβαναν επίσης εκπαιδευτικά στοιχεία και ιστορική ενοποίηση μέσω του σχεδιασμού ενός μουσείου μνήμης, όπως το Μουσείο Μνήμης “21ης Οκτωβρίου” στο Κραγκούγεβατς. Η ουσία των γιουγκοσλαβικών αντιφασιστικών μνημείων είναι ακριβώς η ενότητά τους στην ποικιλομορφία, η οποία, εκτός από τις τότε κυρίαρχες καλλιτεχνικές τάσεις, είχε αντίκτυπο στη συνολική μνημονική κουλτούρα και έκφραση”, εξηγεί η Tanović.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.